Οι Αρκάδες Πελασγοί αυτόχθονες και οι Eπικράτειές τους.
Του Κωνσταντίνου Χατζηγιαννάκη, ιστορικού – ερευνητού, ∆ιπλωµατούχου Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, ∆ιδάκτορος Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του παραδίδει ότι οι Αρκάδες διηγούνται ότι ο Πελασγός «γένοιτο εν τη γη ταύτη πρώτος» µνηµονεύοντας και τους στίχους του ποιητή Άσιου: «αντίθεον δε Πελασγόν εν υψικόµοισι όρεσι γαία µέλαινα ανέδωκεν, ίνα θνητών γένος είη», δηλαδή ότι ο Πελασγός ήταν ο πρώτος αυτόχθων ή γηγενής βασιλεύς της χώρας τους στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου, ο οποίος, ως συµπληρώνει, επενόησε την κατασκευή καλυβών για να µη προσβάλλονται οι κάτοικοι ούτε από το ψύχος και τη βροχή ούτε από τον καύσωνα, εφεύρε και ενδύµατα από δέρµατα προβάτων και ως τροφή τους τον καρπό των ήµερων δρυών ή φηγών. Ο πρώτος βασιλεύς της Αρκαδίας Πελασγός έδωσε στην χώρα των Αρκάδων το όνοµα Πελασγία.
Από άλλες αναφορές στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία αναδεικνύεται το όνοµα του Πελασγού σε Γενεαλογίες ως των βασιλέων του Άργους, προφανώς νεώτερες του Αρκάδος πρώτου ηγεµόνος Πελασγού, δεδοµένου ότι ο πρώτος Αρκάς Πελασγός ωνόµασε και τον πρώτο αυτόχθονα πρόγονο των Ελλήνων και την αρχαιότατη περιοχή καταγωγής του στην Ελληνική Μητρόπολη, ο οποίος και ως βασιλεύς χαρακτηρίζεται ισόθεος (αντίθεος) και συγχρόνως συνδυάζεται, στην διήγηση του Παυσανίου, µε την ιερή φηγό της ∆ωδώνης, δηλώνοντας ότι το έδρανο των Πελασγών, αποτελεί σηµείο εξάπλωσης των Πελασγών Αρκάδων.
Ο ποιητής Άσιος άλλωστε τον οποίο ο Παυσανίας εξ αρχής αναφέρει, περιγράφει τη γένεση του γένους των Ελλήνων από τον γεννηµένο στην αρκαδική γη Πελασγό, δηλαδή σαφώς προσδιορίζει την Αρκαδία ως κοιτίδα και λίκνο των Ελλήνων και του πολιτισµού τους, ήδη στην Πρωτοελληνική (και όχι ως σκοπίµως και ψευδώς προβάλλεται ως Προελληνική)ιστορική φάση τους, ιδία από τους πρεσβεύοντες ασύστατες συµβατικές θεωρίες περί «ινδοευρωπαϊκής» προέλευσης ή περί µη αυτοχθονίας των Ελλήνων στον τόπο που από των απαρχών της πρώτης ιστορίας τους αδιακόπως κατοικούν.
Η επέκταση των αυτοχθόνων Πελασγών της Αρκαδίας τόσο στην Πελοπόννησο όσο και σε όλη την Ελλάδα προκύπτει σαφώς µέσα από τις πολλαπλές αναφορές στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία σε διάφορους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι παραδίδουν την γενίκευση του ονόµατος των Πελασγών, ως έθνους προγονικού όλων των αρχαίων ελληνικών φύλων και για όλη την Ελλάδα, στην οποία γενικεύουν και την αυτοχθονία των Πελασγών, ενώ υπογραµµίζουν και την εκ των Πελασγών καταγωγή Ελλήνων συγκεκριµένων περιοχών, µε αναφορές και σε επώνυµους ιστορικούς, γεωγράφους και µελετητές από τους σκαπανείς της ελληνικής Επιστήµης και έρευνας. Θεωρούµε σηµαντικό να παραθέσουµε την µαρτυρία του Ηροδότου ότι η Ελλάδα εκαλείτο προηγουµένως Πελασγία, του Στράβωνος ότι οι Πελασγοί ήσαν µέγα έθνος που επεξετάθη ή κατευθύνθηκε (επεπόλασε) σε όλη την Ελλάδα, του Σκύµνου ότι και οι Πελασγοί του Ελλησπόντου ονοµάζονταν γηγενείς (δηλώνοντας ότι και αυτοί κατοικούσαν εντός της αρχαιοτάτης προγονικής Ελλάδας των Πελασγών) όπως και οι Πελασγοί της Αιγιαλείας. Εξάλλου ο Παυσανίας ονοµάζει ολόκληρη την Πελοπόννησο ως Πελασγία και ο ∆ιονύσιος ο Αλικαρνασσεύς αναφέρει ρητώς ότι «των Πελασγών το γένος εκ Πελοποννήσου το αρχαίον».
Ο Αισχύλος στις Ικέτιδες ορίζει τον Πελασγό ως υιό του γηγενούς Παλαίχθονος (του επώνυµου της αρχαιότατης χώρας), να κυβερνά την χώρα που διατρέχει ο ποταµός Στρυµόνας και να εξουσιάζει την χώρα των Περραιβών και τα µέρη πέραν της Πίνδου και των βουνών της ∆ωδώνης. Την ∆ωδώνη, όπου λατρεύεται ο άνακτας Ζεύς ο Πελασγικός και στον οποίο κάνει τις ευχές του ο ήρως των Τρωικών Αχιλλεύς στην Ιλιάδα του θείου ποιητού,του Οµήρου, αποκαλεί ο Ησίοδος «Πελασγών έδρανον».
Ο Στράβων µας γνωρίζει ότι οι Ίωνες, πριν πάρουν το όνοµα του υιού του Ξούθου στην Αιγιάλεια της Πελοποννήσου, ωνοµάζοντο Πελασγοί Αιγιαλείς, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Αττικής κατήγοντο από τους Πελασγούς: «το αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν» και ο Στράβων αναφέρει ότι οι Πελασγοί κατοίκησαν και στην Αθήνα (εδώ σηµειώνεται ότι τα Πελαργικά τείχη είναι Πελασγικά µε δωρικό ρωτακισµό του αττικού σ προς ρ). Ο Στράβων ευρίσκει τους Πελασγούς να κυριαρχούν στη Θεσσαλία και στην Πίνδο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι και οι κάτοικοι των Κυκλάδων ήσαν λαός Πελασγικός, που µετωνοµάσθη στους µετέπειτα Έλληνες. Ο Στράβων ειδικότερα ονοµάζει την Λέσβο αρχικώς Πελασγία, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι την Σαµοθράκη κατοικούσαν προηγουµένως Πελασγοί, στην Κρήτη ο Όµηρος αναφέρει στην Οδύσσεια συγκατοίκηση δίων (θείων, θεογενών) Πελασγών µαζί µε Ετεόκρητες, Αχαιούς, ∆ωριείς, Κύδωνες υπό τον Μίνωα Ιδοµενέα, προ των Τρωικών. Στην αµιγώς Ελληνική από την απώτατη αρχαιότητα Κύπρο µας µεταναστεύουν Πελασγοί και µάλιστα και µε τον βασιλέα της Τεγέας που ίδρυσε την Πάφο µετά τα Τρωικά, ενώ ο Αιακίδης Τεύκτρος µε (Έλληνες) Τρώες έχτισε την Σαλαµίνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γενεαλογίες της Αρχαίας Ελληνικής Γραµµατείας καταδεικνύουν ότι οι Πελασγοί είναι οι πρόγονοι των Ελλήνων: µε αρχαιότατους/πρώτους τους Πελασγούς της Αρκαδίας: Πελασγός, αδελφός του Φορωνεώς, υιός του Ινάχου απαντάται στην Γενεαλογία του Άργους της Αργολίδος, αλλά και ως υιός της Νιόβης, θυγατέρας του Φορωνέως και της Τηλεδίκης και ως υιός του Αρέστορος και αδελφός του Τριόπα, αλλά και ως δίδυµος αδελφός του Ιάσου, ταυτωνύµου και της αποικίας των Αργείων στην Καρία. Ήδη η Αργεία Ιώ, είτε ως θυγατέρα του Φορωνέως, είτε ως θυγατέρα του Ιάσου (του Άργου του Πανόπτου, του Αγήνορος, του Εκβάσου, του Άργου, της Νιόβης και του ∆ιός, του Φορωνέως και της Τηλεδίκης) είτε ως θυγατέρα του Πείραντος ή Πειράσου, αδελφού του Εκβάσου, του Επιδαύρου και του Κρεάσου, ορίζεται εκ καταγωγής Πελασγίς. Η Γενεαλογία του Άργους, η οποία εκκινεί από τον Ωκεανό και την Τηθύ και συνεχίζεται µε τον υιό του Ίναχο, πατέρα από την νύµφη Μελία του Φορωνέως, του αδελφού του Πελασγού, της Μυκήνης, του Σπάρτωνος πατέρα του Μυκηνέως, του Αιγιαλέως (εξ ου η Πελασγική Αιγειάλεια η µετονοµασθείσα αργότερα σε Ιωνική) και της αρχαιότατης Ιούς, ως Αργείας και Πελασγίδος, αδελφής Πελασγού. Υπογραµµίζουµε εδώ ότι η Ιώ περιήλθε, κατά τις αρχαιοελληνικές πηγές την Σκυθία, την χώρα των Κιµµερίων, την χώρα των Βυβλίων και την Αίγυπτο, ιδρύοντας τα Πελασγικά της βασίλεια: µε τον υιό της Έπαφο στην Αίγυπτο, ο οποίος απέκτησε από την Μέµφιδα, θυγατέρα του Νείλου, την Λιβύη, την επώνυµο της ηπείρου Αφρικής και µητέρα, από τον θεό Ποσειδώνα των διδύµων Αγήνορος και Βήλου, γεναρχών των πρωτοϊστορικών Πελασγικών βασιλείων της Ελληνικής Φοινίκης και της Αιγύπτου αντιστοίχως. Ήδη παρακολουθούµε την εξάπλωση των Πελασγών στην Βόρεια περιµεσογειακή Αφρική και την Μικρά και Πρόσω περιµεσογειακή και περιαιγαιακή Ασία, αφού κατά τις αρχαίες πηγές η Πελασγίς Ιώ πέρασε στην Ασία ονοµάζοντας τον Βόσπορο συµβολικά ως βους καταδιωκόµενη από την Ήρα: Βόσπορος = ο πόρος (=πέρασµα) της Βοός (σηµερινό σύµβολο της πόλης του Άργους), αναζήτησε τον απαχθέντα υιό της Έπαφο στην Βύβλο της Φοινίκης και στην Αίγυπτο ενυµφεύθη τον Έλληνα Τηλέγονο, ήδη βασιλέα της χώρας. Τα ελληνοπελασγικά βασίλεια της Αργείας Ιούς επεκτείνονται και διασταυρώνονται µε Γενεαλογίες Ελλήνων βασιλέων της Ελληνικής Μητρόπολης αλλά και της πρωτοϊστορικής ελληνοπελασγικής διασποράς. Η Ευρώπη, θυγατέρα του Αγήνορος, υιού της Λιβύης, µητέρα από τον ∆ία του πρώτου Μίνωος και των αδελφών του Ραδαµάνθυος και Σαρπηδόνος και σύζυγος του βασιλέως της Κρήτης Αστερίου, υιού του Τεκτάµου, υιού του γενάρχου ∆ώρου, υιού του ∆ευκαλίωνος, ορίζει και την Πελασγική καταγωγή των Μινωιτών Κρητών, συγχρόνως µε την δωρική τους, αµιγώς πελασγική επίσης και ελληνική, αφού ο ∆ώρος µε τους ∆ωριείς του µετέβη από την Πελασγιώτιδα της Θεσσαλίας, όπου εγεννήθη ως πρωτότοκος µε τους αδελφούς του Αίολο και Ξούθο, στο Πελασγικό βασίλειο των γονέων τους ∆ευκαλίωνος και Πύρρας, γόνων αντιστοίχως του Προµηθέως και του Επιµηθέως, υιών του Ιαπετού, στην Πίνδο, επικράτεια και αυτή, κατά τα ανωτέρω, των Πελασγών της Ελληνικής Ηπείρου και Μακεδονίας, όπου οι ∆ωριείς ονόµασαν τους Μακεδνούς, πριν την κάθοδο (πάντοτε εοιστροφή) στην κοιτίδα των Πελασγών, µέσω της ∆ωρίδος και βεβαίως και στην Πελασγογενή Λακεδαίµονα από την οποία ο Τέκταµος, υιός του γενάρχου των ∆ωριέων, πέρασε και µε Αιολείς και µε Πελασγούς στην Κρήτη. Οι αδελφοί της Ευρώπης, επωνύµου της Ηπείρου µας: Κάδµος, Κίλιξ, Θάσος, Κηφεύς και Φινεύς ιδρύουν ελληνοπελασγικά βασίλεια στην Αιθιοπία (Κηφεύς) στην Κιλικία (Κίλιξ), στην ελληνική αρχαία Θράκη (Φινεύς) και δι’ επιστροφής του Κάδµου µε την µητέρα του στην γενέτειρα, ελληνοπελασγικό βασίλειο στην Θήβα (Καδµεία), ενώ δια του γάµου του Περσέως (καταγοµένου από τις Γενεές του Ινάχου και του Λέλεχος της Σπάρτης) µε την Ανδροµέδα, θυγατέρα του Κηφέως συγκροτείται η ελληνοπελασγική Μυκηναϊκή Αυτοκρατορία, παράλληλα και µε την αρχαιότερη και συγγενή µινωική θαλασσοκρατορία, ενώ τα παιδιά του Ιλλυριού, υιού του Κάδµου και της Αρµονίας, ονοµάζουν τα ελληνοπελασγικά βασίλεια της Ιλλυρίας. Οι υιοί του Βήλου, διδύµου του Αγήνορος, του Αιγύπτου και του ∆αναού, ονοµάζουν την Αίγυπτο (φυσικώς υπό τας αίγας = τα κύµατα της θάλασσας) και τους ∆αναούς, όταν ο ∆αναός επιστρέφει στην γενέτειρα καταγωγής το Άργος και διαδέχεται, κληρονοµικώ δικαιώµατι ,τον βασιλεύοντα Γελάνωρα, εγγονό του Ιάσου. Ο Αίγυπτος και ο ∆αναός, βασιλείς της Αραβίας και της Λιβύης, στέλλονται από τον Βήλο µε αποικία στην Βαβυλωνία και ιδρύουν ναό του ∆ιός / Βήλου / δωριστί Βάλου / Βάαλ, εγκαθιστώντας και τους Χαλδαίους/Χάλυβες ως ιερείς του. Ήδη δια της επιστροφής του Αιγύπτου και του ∆αναού στο Άργος διασταυρώνονται τα ελληνοπελασγικά γένη στην Ελληνική Μητρόπολη, την Ασία και την Αφρική, αναδεικνύοντας την Μεσόγειο και το Αιγαίο ως θάλασσες των Ελλήνων Πελασγών και εξ αίµατος συγγένειες των Αρκάδων, των Αργείων, των Μινωιτών, των Μυκηναίων, µε τους Κύλικες, τους Έλληνες της Φοινίκης, τους Φιλισταίους Κρήτες, τα ελληνοπελασγικά βασίλεια της προδυναστικής Αιγύπτου (βλέπε και τον Μανέθωνα) και της Μεσσοποταµίας (Σουµέριοι Κρήτες της Παγχαίας, διάβαση του Ευφράτου και Τίγρητος από τον ∆ιόνυσο) και τους ελληνοπελασγούς κατοίκους της: Κρήτες, Πελασγοί της Ινδίας του πρώτου ∆ιονύσου, υιού του Άµµωνος ∆ιός ο οποίος κατά τον ∆ιόδωρο Σικελιώτη εξεστράτευσε και βασίλευσε στην Ινδική, µε την αρχαία Ινδική, κατά τους αρχαίους Έλληνες γεωγράφους να εκτείνεται από την Αραβία στη Σινική και στη Σηρική, της Βαβυλωνίας και συγχρόνως και της Μήδειας (επωνύµου του υιού της Μήδειαςκαι του Αιγέως ή και της ίδιας της Μήδειας: Αργοναυτική Εκστρατεία, Ιασόνια ιερά της Ασίας και της Σουσιανής (Μέµνων, Μεµνόνια ανάκτορα, Μεµνόνεια αγάλµατα φαραώ της Αιγύπτου). Η µελέτη των Ελληνοπελασγικών Γενεαλογιών ήδη από των Τιτάνων και των Ελλήνων θεών, εντάσσει και αποδεικνύει την Αρκαδική τους προέλευση, καταγωγή και επέκταση προς όλες τις κατευθύνσεις ακτινικώς περί την ελληνοπελασγική τους Μητρόπολη και κοιτίδα: ο λαµπρός φαίδιµος Τιτάν Άτλας ήταν υιός του Ιαπετού και της Ωκεανίδος Κλυµένης (υιός του Ωκεανού είναι και ο Ίναχος, γενάρχης του Αργείου Πελασγού και της Αργείας Ιούς, ενώ µητέρα του Άτλαντος είναι η Ωκεανίς Ασία, η ονοµατοδότης της Ηπείρου Ασίας) παραδίδεται ως βασιλεύς της Αρκαδίας. Οι θυγατέρες του οι Ατλαντίδες από την Πλειόνη στον Ησίοδο: η ερόεσσα Ταϋγέτη, οι κυανώπιδες Αλκυόνη και Αστερόπη, η δίη (θεία) Κελαινώ, η Μαία και η Μερόπη, δηµιουργούν εξ αίµατος Πελασγικές Γενεαλογίες Ελλήνων θεών και διογενών βασιλέων στην Λακεδαίµονα, στην Ιριέα της Βοιωτίας, στην Πίσα του βασιλέως Οινοµάου, στην Τροία του Χιµαιρέως και του Λύκου (υιών της Κελαινούς και του Προµηθέως), στην Γενεά του Ερµού υιού της ορείας και ελικοβλέφαρης Μαίας από τον ∆ία στην Κυλλήνη, (η Μαία ανέθρεψε και τον Αρκάδα επώνυµο της Αρκαδίας) και στην Γενεά του Σισύφου, συζύγου της Ατλαντίδος Μερόπης. Ήδη αντιλαµβανόµαστε ότι τις θυγατέρες του Άτλαντος, βασιλέως της Αρκαδίας, γενέτειρας του παλαίχθονος και αυτόχθονος Πελασγού ενυµφεύθησαν γόνοι όλων των Ελληνικών ,φύλων απογόνων των Πελασγών της Θεσσαλικής Πελασγαιώτιδος, του βασιλείου του ∆ευκαλίωνος, γεγονός που αναδεικνύει την κοινή καταγωγή. Το Πελασγικό και προγονικό των ονοµάτων επιβεβαιώνεται στην ιστορική ακολουθία των µελών των Γενεαλογιών ως συµβαίνει και µε την απόγονο της Ατλαντίδος Μερόπης,ταυτώνυµηςτης θυγατέρας του βασιλέως της Αρκαδίας Κυψέλου, συζύγου, µετά αιώνες, του βασιλέως της Μεσσηνίας Ηρακλείδου Κρεσφόντου, πατέρα του Αιπύτου, γενάρχου των Αιπυτιδών.
Οι αρκαδικές Πελασγογενείς Γενεαλογίες της Ελληνικής Μητροπόλεως καταδεικνύουν δια των Αρκαδικών αποικίσεων και την πλήρως Πελασγογενή/Ελληνογενή καταγωγή των προρωµαϊκών λαών της Ιταλίας. Ειδικότερα:
Οι υιοί του Λυκάονος, υιού του Αρκάδος Πελασγού: ∆αύνος, Ιάπυξ και Πευκέτιος αποίκισαν και ονόµασαν αντιστοίχως την ∆αυνία, την Ιαπυγία ή Σαλεντίνη και την Πευκετία χώρα της Ιταλίας, που εκτεινόταν ανάµεσα στον ποταµό Αυφίδα µέχρι την πόλη του Βρουνδουσίου. Ο Οίνωτρος, υιός του Λυκάονα, είναι επώνυµος της Οινωτρίας, της πρώην Ιταλίας χώρας και των Οινωτρών. Άρα οι ∆αύνιοι, οι Ιάπυγες, οι Πευκέτιοι και οι Οινοτροί είναι ελληνοπελασγικοί λαοί αρκαδικής καταγωγής, από την απώτατη προϊστορία, σύγχρονοι της εξαπλώσεως των αδελφών και των απογόνων τους στην ελληνική Μητρόπολη, όπως: του Ελευθήρος στις βοιωτικές Ελευθερές, του Λεβάδου στην Λεβάδεια, του Θεσπρωτού στη Θεσπρωτία, του Φθίου στην Φθία, του Μακεδνού ή Μακεδανού ή Μακεδόνος στη Μακεδονία, του Παρρασίου στην Παρρασία ή Παρβασία, του Πάρου του Παρρασίου στην Νήσο Πάρο, του Τεγεάτου στην Τεγέα, του Μαινάλου στην οµώνυµη πόλη, των υιών του Τεγεάτου: Κύδωνος, Αρχηδίου και Γόρτυνος στην Κυδωνία (και στους Κύδωνες) και στην Γόρτυνα ή του Στυµφάλου στην Στύµφαλο.
Ο Βελλερεφόντης, υιός του Γλαύκου και εγγονός του Σισύφου και της Ατλαντίδος Μερόπης νυµφεύεται την Φιλονόη, θυγατέρα του βασιλέως της Λυκίας Ιοβάτη και βασιλεύει στην Λυκία. Ο έγγονός του Σαρπηδών από τον υιό του Εύανδρο ή την θυγατέρα του Λαοδάµεια, ταυτώνυµος του προγόνου του Σαρπηδόνος υιού της Ευρώπης, πολέµησε επικεφαλής των Λυκίων στην Τροία, ως σύµµαχος των Τρώων. Παρατηρείται το αρκαδικό όνοµα του πατέρα του Σαρπηδόνος βασιλέως της Λυκίας, ταυτώνυµο µε του Αρκάδος Ευάνδρου, υιό του Εχέµου και της Τιµάνδρας, αδελφής της Κλυταιµνήστρας και της Ελένης και του ταυτωνύµου τους, υιού του Ερµού και της Νικοστράτης, ο οποίος µε την µητέρα του µετέβη στο Λάτιο ιδρύσας το Παλατινάτο ή Παλλάντιο της Ρώµης, ταυτώνυµο του αρκαδικού τόπου καταγωγής του Παλλαντίου ή του υιού του Πάλλαντα. Η Νικοστράτη µετέφερε στο Λάτιο το πελασγικό αρκαδικό αλφάβητο και οι Λατίνοι την ετίµησαν ως Καρµέντα (εκ του γάρυς/γήρυς = λόγος, φωνή).
Πελασγικής καταγωγής ήσαν και οι Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί πελασγοί, οι Εττρούσκοι ή Ετεοί Τρούσκοι της Τυρρηνικής χώρας και του Τυρρηνικού πελάγους της Ιταλικής Χερσονήσου, δεδοµένου ότι µετοίκησαν στην Ιταλία υπό τον βασιλέα τους Νάννατου Τευταµίδου του Αµύντορος του Φράστορος του Πελασγού και της Μενίππης, θυγατέρας του Πηνειού από την Θεσσαλία. Το όνοµα του προγόνου του Νάννα Τευταµίδου απαντάται στον οµώνυµό του βασιλέα της πελασγικής Λαρίσσης, σύγχρονο του βασιλέως Ακρισίου του Άργους πενθερού του Περσέως των Μυκηνών, που σηµαίνει και υιός του Τευτάµου. Το όνοµα Τεύταµος, απαντάται στον βασιλέα των Πελασγών της Μικράς Ασίας κατά τα Τρωικά, πατέρα του Λήθου, συµµάχου του Πριάµου. Τυρρηνός, επώνυµος των βασιλέων της Ταρκυνίας ή Τυρρηνίας ή Ετρουρίας, απαντάται ως υιός του Ηρακλέους και της Οµφάλης, βασιλίσσης της Λυδίας, αδελφός των Ηρακλειδών Αλκαίου, Μήλα, Λυδού και Αγελάου. Ο υιός του Αλκαίου Βήλος είναι ο πατέρας του Νίνου και πάππος του Άγρωνος πρώτου βασιλέως των Σάρδεων και ο Αγέλαος πρόγονος των βασιλέων της Λυδίας µέχρι και τον Κροίσο.
Ο Ηρακλείδης Τήλεφος, υιός της Αύγης, θυγατέρας του βασιλέως της Αρκαδίας Αλεού υιοθετήθηκε από τον θετό του πατέρα Τεύθραντα βασιλέα της Τευθρανίας της Μυσίας της Μικράς Ασίας και βασίλεψε στην ελληνική αυτή χώρα της Μικράς Ασίας και ήταν σύµµαχος των Τρώων κατά τα Τρωικά. Παιδιά του Τηλέφου αναφέρονται η Ρώµη, ο Τυρσηνός, ο Τάρχων, ο Κυπάρισσος και ο Λατίνος, καταδεικνύοντας την λυδική ελληνογενή Γενεαλογία καταγωγής των Λατίνων και της πρωτεύουσας πόλεως Ρώµης. Σηµαντικό είναι εν προκειµένω να σηµειωθεί και η Γενεαλογία των αδελφών Μυσού, Λυδού και Καρός από την Κρήτη, επώνυµο της ελληνικής µεγαλονήσου. Ο Μυσός, ο Λυδός και ο Κάρ είναι επώνυµοι των πελασγογενών βασιλείων της Μυσίας, της Λυδίας και της Καρίας. Άλλωστε οι Κάρες είναι σύµµαχοι των Μινωιτών Κρητών που κυβερνούν τα µινωικά πλοία. Ο Κάρ απέκτησε από την Καλλιρρόη, θυγατέρα του Μαιάνδρου τον Αλάβανδο, οικιστή των Αλαβάνδων της Καρίας και τον Ιδριέα, οικιστή των Σουαγέλων. Ήδη διασταυρώνονται οι αρκαδικές και οι µινωικές µε τις καρικές, λυδικές και µυσικές δυναστείες της ελληνοπελασγικής διασποράς και το σπουδαιότερο, καταδεικνύουν και την απ’ ευθείας-πρωτογενή διασπορά της από την ελληνική Μητρόπολη όσο και την δευτερογενή διασπορά από προηγούµενη πρωτογενή διασπορά. Αδελφοί Τυρσηνός/Τυρρηνός, Άκµων, ∆οίας και Λυδός γεννώνται και από τον Άτυ, υιό του Κότυος, υιού του Μάνητος, υιού του ∆ιός και της Γαίας, δηλαδή σε πρωτογενή ελληνοπελασγική Γενεαλογία στην Μικρά Ασία. Ο Άκµων οίκισε την πόλη Ακµονία της Φρυγίας, το ∆οιάντιο πεδίο της Φρυγίας, την Λυδία και την ιταλική Τυρρηνία, ενοποιώντας κατά την απώτατη αρχαιότητα τις τρεις χερσονήσους ιταλική, ελληνική, µικρασιατική ως ενιαίο ελληνοπελασγικό ιστορικό-πολιτισµικό χώρο-επικράτεια µε κέντρο την ελληνική χερσόνησο ή χερσόνησο του Αίµου. Στην Τυρρηνία/Ταρκυνία βασίλεψε και ο ∆ηµάρατος ως γενάρχης των βασιλέων της Ετρουρίας προ των βασιλέων της Ρώµης, µε τον τελευταίο βασιλέα τους Ταρκύνιο τον Αλλαζόνα να καταφεύγει στον βασιλέα της ιταλιωτικής Κύµης Αριστόδηµο.
Το πελασγικό όνοµα Μέροψ, πρβλ. την Ατλαντίδα πελασγίδα Μερόπη από την κοιτίδα των Πελασγών την Αρκαδία απαντάται στον πατέρα της Αρίσβης, συζύγου του Αλεξάνδρου ή Πάριδος, υιού του Πριάµου. Το πελασγικό όνοµα Αρίσβη απαντάται στην θυγατέρα του Κρητός Τεύκτρου, του αποικίσαντος την Τρωάδα, την αδελφή της Βάτειας, την οποία ενυµφεύθη ο ∆άρδανος, απόγονος του Άτλαντος, βασιλέως της Αρκαδίας, γενάρχου των βασιλέων της ∆αρδανίας στην Τρωάδα. Η πόλη τηςΤρωάδος Αρίσβη παραδίδεται ως άποικος των Μυτιληναίων της νήσου Λέσβου, πρώην Πελασγίας, µε συνοικιστές τον Σκαµάνδριο και τον Ασκάνιο (=θεογενής), υιό του Αινείου, επώνυµη της Αρίσβης, θυγατέρας του Ηλιάδου Μάκαρος ή Μακαρέως οικιστού και πρώτου βασιλέως της Λέσβου, αλλά και της Τρωαδίτισσας Αρίσβης. Ο Ζάκυνθος, υιός του ∆αρδάνου αναφέρεται ως οικιστής της Ψωφίδος και της Ζακύνθου. Ο ∆άρδανος, ο υιός της Ηλέκτρας θυγατέρας του Άτλαντος, µυήθηκε στα µυστήρια της Σαµοθράκης και στην συνέχεια µύησε και άλλους όπως τον Κάδµο, σύζυγο της αδελφής της Αρµονίας,θυγατέρας του Άτλαντος ή κατ άλλους του Άρεως..
Ο αδελφός του ∆αρδάνου Ιασίων ή Ηετίων ή Ίασος νυµφεύτηκε την Κυβέλη την µητέρα των θεών,την ορεία θεά των ιερών κορυφής και απέκτησε τον Κορύβαντα, ο οποίος µαζί µε τους γονείς του και τον ∆άρδανο δίδαξαν τα µυστήρια της Μητέρας των θεών στη Φρυγία. Ο Κορύβας, υιός του Αρκάδος Ιάσου, αδελφού του ∆αρδάνου, νυµφεύτηκε την Θήβη µητέρα του Κίλικος και συγκρότησε το σώµα των Κορυβάντων, οι οποίοι τελούσαν τα µυστήρια της Μικράς και Πρόσω Ασίας, σε κατάσταση εκστασιακού ενθουσιασµού, µε συνοδεία αυλών και λύρας, δώρο του θεού Ερµού στην τρωική Λυρνησσό. Οι Κύρβαντες ή Κορύβαντες αντιστοιχίζονται µε τους ακολούθους της Μητέρας των θεών Ρέας-Κυβέλης, Κρήσσης και Φρυγίας και Κιλίσσης και φύλακες του ∆ιός βρέφους, αλλά και του ∆ιονύσου, στην µινωική Κρήτη και τη Φρυγία και την Εύβοια και ακολούθους του πρώτου ∆ιονύσου στην Ινδική, επικεφαλής φάλαγγας πολεµιστών και µε πολεµικούς χορούς ως ο πυρρίχιος, επώνυµος του Κορύβαντος Πυρρίχου. Ήδη παρακολουθούµε την διάδοση των πελασγικών αρκαδικών µυστηρίων (πρβλ. µυστήρια της Ανδανίας) δια της Σαµοθράκης (µυστήρια των Μεγάλων θεών της των Καβείρων) και της Κρήτης στην Φρυγία, την Τρωάδα και την Κιλικία, τις πελασγικές χώρες της Μικράς και Πρόσω Ασίας.
Ο Αρκάς ∆άρδανος και η Κρήσσα Βάτεια ίδρυσαν την πελασγική δυναστεία της Τροίας: ∆άρδανος-Εριχθόνιος-Τρώς-Ίλος-Λαοµέδων-Πρίαµος, η οποία κατά τα Τρωικά συγκρούστηκε µε τους Αχαιούς-Μυκηναίους σε φονικό εµφύλιο πόλεµο. Η καταγωγή των Τρώων, κρητική-δωρική και αρκαδική προσδιορίζει και την διαλεκτική µορφή της ελληνικής που ωµιλούσαν οι Τρώες, οι οποίοι, στον Όµηρο, συνοµιλούν απ’ ευθείας µε τους συγγενείς τους Αχαιούς-Μυκηναίους-∆αναούς-Αργείους.
Ο αδελφός του Άτλαντος Έσπερος είναι ο πατέρας των Εσπερίδων Νυµφών που φυλάνε τον κήπο µε τα χρυσά µήλα -δώρο της Γαίας για το γάµο του ∆ιός και της Ήρας- στην Εσπερίτιδα χώρα ή, κατ’ άλλες παραδόσεις, στην Λιβύη (Αφρική) ή και τους Υπερβορείους του θεού Απόλλωνος. Σχετική είναι η παράδοση του Άτλαντος και του Ηρακλέους (αρχαιοτέρου του της Αλκµήνης), η παράδοση των Εσπερίδων ως θυγατέρων του Φόρκου και της Κητούς και η παράδοση του φύλακα του κήπου Λάδωνα, υιού του Τυφώνος και της Εχίδνης. Η θεά Κυβέλη, η ορεία θεά του όρους Κυβέλου είναι θυγατέρα του Μήονος ή Μαίονος, επωνύµου της Μαιονίας, αρχαιοτέρου ονόµατος της Λυδίας (ο Όµηρος αναφέρει Μηονία και όχι Λυδία) και της ∆ινδύµης ή ∆ινδυµήνης, του όρους ∆ιδύµου.
Η Γενεαλογία των Τιτάνων και Τιτανίδων, παιδιών του Ουρανού και της Τιταίας, συνδέουν τον Άτλαντα και τις Ατλαντίδες και Εσπερίδες του και τους απογόνους τους µε τον Ήλιο και τους Ηλιάδες του και τις ελληνοπελασγικές επικράτειές τους στον αρχαίο κόσµο ως των Ηλιαδών της Ρόδου, της Καρίας ή της Ινδικής µε εκείνες των Ατλαντίδων της Αρκαδίας µε τις Γενεολογίες του Άτλαντος και του ∆αρδάνου στην Τροία.
Ιδιαίτερα σηµαντική για την διερεύνηση των επεκτάσεων των Πελασγών στον αρχαίο κόσµο είναι η ανάλυση της Γενεαλογίας του θεού Ερµού, υιού του ∆ιός και της Μαίας, θυγατέρας του Άτλαντος, υιού του Κρόνου και της Ρέας και εγγονής του Ουρανού και της Γης. Ο θεός εγεννήθη στην Κυλλήνη, πρβλ. και τις παραδόσεις περί γενέσεως του πατέρα των Ελλήνων θεών στην Αρκαδία. Η Ναϊάς Νύµφη (νύµφη των υδάτων) Κυλλήνη είναι η µητέρα του Λυκάονα από τον γενάρχη Πελασγό, επώνυµη του όρους της Αρκαδίας. Ο Αρκάς, ο ονοµάσας την Αρκαδία υιός της Καλλιστούς και εγγονός του Λυκάονος, είχε τέσσερις γυιούς: τον Έλατο, τον Αφείδαντα, τον Αζάνα και τον Τρίφυλλο, που ωνόµασαν τις περιοχές της αρχαίας Αρκαδίας τις οποίες και τους κληροδότησε ως αρκαδικά βασίλεια ο πατέρας τους. Στην Αζανία ανήκε η Παρρασία µε την πόλη Λυκόσουρα και η Μαιναλία και η Ψωφίς και µε τις πόλεις Κύναιθα επώνυµο του Κυναίθου, υιού του Λυκάονος, Νώνακρις, Λουσούς, όπου ο Μελάµπους έλουσε τις θυγατέρες τους Προίτου και τις απάλλαξε από την µανία.
Ο Αφείδας έλαβε την Τεγέα και την Μαντίνεια επώνυµη του Μαντινέως του Λυκάονος.
Ο Έλατος ο Κυλλήν την περιοχή του όρους της Κυλλήνης του Στυµφάλου και του Φενεού.
Ο αρκαδικός θεός Παν, ο βασιλεύς (µεδέων) της Αρκαδίας στον Πίνδαρο, είναι υιός του θεού Ερµού και της θυγατέρας του ∆ρύοπος, ο λάτρης των αρκαδικών νυµφών, ο ποιµένας της µουσικής των βουνών και των οργάνων τους, ο οποίος αναδεικνύεται σε θεό προστάτη των ιερών των θεών και των αγώνων των λατρευτών του.
Ο Λυκάων υιός του Αρκάδος Πελασγού και το Λύκαιον όρος και ο Λύκαιος Ζεύς, αναδεικνύουν την ελληνική ρίζα λυκ- : λύκη, λυκαυγές, µε αιολική αντιµετάθεση κυλ- / κιλ- : κιλάριος. ο ήλιος (Ηούχιος) που ταυτίζεται και µε την σιλ- / σελ- : σέλας = το φως του ηλίου µε σ > F και προφορά του F διαλεκτικώς ως κ στην ελληνική: σελ- / Fελ- / κελ-, κυλ-, κιλ- πρβλ και Κυλλήνη. Η ακολουθία σ > F και η προφορά του F ως των ουρανικών κ ή γ ή χ διαλεκτικώς στην αρχαία ελληνική αποτελεί αφ’ εαυτής αντίκρουση της ινδοευρωπαϊκής απόψεως περί καταγωγής και διαιρέσεως/κατατάξεως των γλωσσών, αφού η διαλεκτική εναλλαγή σ/κ µεταξύ των διαλέκτων της ελληνικής, τις καθιστά υποσύνολα της ελληνικής.
Η ίδια η διασταύρωση των Γενεαλογιών των βασιλικών (διογενών) οίκων στην αρχαία ελληνική Γραµµατεία αποτελεί απόδειξη της συγγενείας και των φύλων από τα οποία κατήγοντο, π.χ. των δωρικών µε τα ιωνικά και την κοινή τους προέλευση απ’ τους Πελασγούς και την κοιτίδα τους στην Αρκαδία. Και βεβαίως η παράλληλη θεώρηση των Γενεαλογιών (στην ελληνική Μητρόπολη ή την πρωτοϊστορική και ιστορική ελληνική διασπορά στον κόσµο) µε εντοπισµό των αυτών ονοµάτων π.χ. στα δύο ελληνικά στρατόπεδα που συγκρούσθηκαν στην Τροία ή στις Γενεαλογίες των βασιλέων του Άργους και των βασιλείων της Αργείας Ιούς επιβεβαιώνει την οµοφυλία και την κοινή καταγωγή.
Έτσι, στο πελασγικό Άργος έχουµε όνοµα βασιλέως Αγήνωρ, υιό Εκβάσου και τις επικράτειες της Αργείας και Πελασγίδος Ιούς στην Ασία και την Αφρική έχουµε απόγονο της Αγήνορα, αδελφό του Βήλου, πατέρα του Φοίνικος, επωνύµου της Ελληνικής Φοινίκης. Ο Αγήνωρ του Άργους είναι πατέρας του Άργου του Πανόπτου και του Πελασγού. Το όνοµα Λυκάων του Αρκάδος υιού του Παλαίχθονος γηγενούς Πελασγού και του υιού του Αζάνος απαντάται και στον υιό του Πριάµου και της Λαοθόης αλλά και στον πατέρα του Πανδάρου από την Τρωική πόλη Ζέλεια.
Οι επί µέρους αναφορές στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία, µε την τοποθέτηση της Κοιτίδος των Πελασγών, των προγόνων των Ελλήνων στην Αρκαδία και τους Αρκάδες τους και προ της σελήνης µαρτυρουµένους και µε την επέκτασή τους στο σύνολο της Ελληνικής Μητροπόλεως, χερσαίας και νησιωτικής, ώστε να ονοµαστεί συνολικώς Πελασγία, αναδεικνύει και τους πρωτοϊστορικούς (και όχι προϊστορικούς, αφού η Ιστορία µας από της γενέσεώς της ως Ελληνοπελασγικής είναι επώνυµος, µε δυναστείες πρώτων βασιλέων και θεών των Ελλήνων) πολιτισµούς της Ελλάδος: κυκλαδικό, µινωικό, µυκηναϊκό ως γηγενείς στην Ελλάδα και όλα τα στοιχεία τους, συµπεριλαµβανοµένης της γλώσσας και της Γραφής, ως αυτόχθονα και ελληνικά αµιγώς επινοήµατα, τα οποία διεδόθησαν στον κόσµο από την Ελλάδα ήδη από τους προγόνους µας Πελασγούς ως αρκαδικά/πελασγικά γράµµατα και συστήµατα Γραφών: ιερογλυφικά, γραµµικά, αλφάβητα ελληνογενή, ως το αρκαδικό πελασγικό αλφάβητο στο Λάτιο, στην Ελληνική Φοινίκη, στη Φιλισταία και δι’ αυτών στις ασιατικές και αφρικανικές χώρες της ελληνοπελασγικής αποίκισης, ως φως εξ Ελλάδος και όχι αντιστρόφως, ως οι ψευδείς συµβατικές θεωρίες περί φοινικικής (σηµιτικής) προελεύσεως της Γραφής και του ελληνικού αλφαβήτου, περί «ινδοευρωπαίων» αλλογενών ή επήλυδων στην Ελλάδα, περί µαύρης Αθηνάς ή περί εξ Ανατολής διαδόσεως του φωτός του πολιτισµού, θεωρήσεις οι οποίες αντικρούονται εν τη γενέσει τους στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία από τις γραπτές παραδόσεις των Ελλήνων και τις οποίες και η σύγχρονη Επιστήµη πλήρως ανασκευάζει και ιστορικώς και αρχαιολογικώς και γλωσσολογικώς.
Οι φαινοµενικώς ανεξάρτητες ή κατεσπαρµένες µαρτυρίες στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία, δια της συνολικής, συνδυαστικής και συγκριτικής θεώρησής τους αναδεικνύουν σε κάθε περίπτωση την κοινή καταγωγή των αυτοχθόνων γενών και φύλων των Ελλήνων και του πολιτισµού και της γλώσσας τους από την Ελληνική Μητρόπολη και την κοιτίδα των αυτοχθόνων προγόνων τους των Πελασγών και την πρωτεύουσα θέση των Αρκάδων και της Πελοποννήσου στην διάδοση του Ελληνικού Πολιτισµού και των εγγενών στοιχείων του στον κόσµο.
Το περιστατικό του Ευάνδρου και της µητέρας του Νικοστράτης για την ίδρυση πελασγικού βασιλείου στο Παλλάντιον του Λατίου, ταυτώνυµο του τόπου καταγωγής στην Αρκαδία, το Παλάτιον ή Παλατίνον των Ρωµαίων, ως µαρτυρεί ο Στράβων, συνοδεύεται ιστορικώς από το γεγονός της γενέσεως, στο Πελασγικό πόλισµα στην όχθη του ποταµού Τιβέρεως, του Λατίνου από την θυγατέρα του Ευάνδρου και τον γάµο της θυγατέρας του Λατίνου, της Λαβίνιας µε τον Αινεία, όταν αυτός έφτασε από την (αρκαδογενή-πελασγογενή αλλά και κρητογενή) Τροία στην Ιταλία. Η αµιγής ελληνικότητα του ονόµατος του Λατίου και των Λατίνων καταδεικνύεται και από το ότι το όνοµά τους απαντάται σε διαφορετικές ελληνοπελασγικές Γενεαλογίες, ιστορικώς και χρονικώς διαδεχόµενος η µία την άλλη στην Ελληνική Ιστορία, τόσο στην Ελληνική Μητρόπολη όσο και στην πρωτοελληνική διασπορά: Λατίνος, υιός του Οδυσσέως και της Κίρκης ή και Λατίνος απόγονος των Λυδικών ή Τυρρηνικών ελληνοπελασγικών Γενεαλογιών.
Ήδη παρακολουθούµε ταυτόχρονη εξάπλωση των αρχαιοτάτων προγόνων των Ελλήνων και στις τρεις χερσονήσους: την Ελληνική και τις εκατέρωθεν αυτής στην Ασία και την Ιταλία και καταλαβαίνουµε την έννοια των Πελασγών και των συνοίκων τους των Αβοριγίνων της Ιταλικής Χερσονήσου και ως πρώτων ή γηγενών κατοίκων, ελληνοπελασγικής προελεύσεως. Η ίδια η ονοµασία της Ιταλίας από τον Ιταλό υιό του Τηλεγόνου, αρχαιότατου βασιλέως της, αναφέρεται στην Τηλεγόνεια και τους Νόστους. Ο Αντίοχος ο Συρακόσιος αναφέρει τον Ιταλό ως βασιλέα των Οινωτρών, επωνύµων του υιού του Λυκάονος και πατέρα του Μόργητος. Ο Ιταλός παραδίδεται και ως ιδρυτής ελληνοπελασγικού βασιλείου στο Λάτιο, σύζυγος της Λεύκτρας ή Λευκαρίας ή Λευκανίας, πατέρας του Αύσονος και του Ρώµου, οπότε έχουµε και εδώ ελληνοπελασγικές παραδόσεις καταγωγής για το όνοµα της Λευκανίας και των Λευκανών αλλά και για την συνέχεια της Ελληνικής επικράτειας των Οινωτρών στους Ρωµαίους και στους Ιταλούς. Το όνοµα της Λευκανίας, ελληνική ρίζα λαF-/λεF- (πρβλ. ρίζε βαλ-/βελ-/βολ- του ρήµατος βάλλω και των παραγώγων του) ετυµολογεί στην ελληνοπελασγική και τις διαλέκτους της και την Λευκανία χώρα και τους Λευκανούς αλλά και την Λαβινία ή Λαουΐνια, θυγατέρα του Λατίνου, υιού της θυγατέρας του Ευάνδρου ή υιού του Οδυσσέως και της Κίρκης (ιστορικώς παλαιότερος και νεότερος Λατίνος στην ίδια Γενεαλογία Πελασγών Ελλήνων της πρωτοϊστορικής διασποράς) (µε διαλεκτικό F ως β ή ου στην ελληνοπελασγική και τις διαλέκτους της και βεβαίως µε σχηµατισµό διφθόγγων αF>αυ, εF>ευ στην ελληνοπελασγική πρόγονο γλώσσα). Η ελληνοπελασγική, τοπωνυµία διατηρείται και στον οµώνυµο ποταµό αποικίας των Συβαριτών και συγχρόνως και στην πόλη της άνω Ιταλίας, διατηρούµενη µε το ελληνοπελασγικό της όνοµα µέχρι την εποχή των Ρωµαίων ως Laus Pompeia. Η ελληνοπελασγική προέλευση του ονόµατος της Μακεδονίας από τους ∆ωριείς της Πίνδου ή και από τον Μακεδόνα, υιό του Λυκάονος ή και τον Μακεδόνα, αδελφό του Μάγνητος, υιό της Θυίας, θυγατέρας του ∆ευκαλίωνος που γεννήθηκε στην Πελασγαιώτιδα, γενέτειρα και του Έλληνος και των υιών του ∆ώρου, Αιόλου και Ξάνθου, ενοποιεί ως ελληνοπελασγικής καταγωγής και το σύνολο των ελληνικών φύλων και τους γενάρχες τους, από τον πρωτότοκο ∆ώρο και τους αρχαιότατους στην Ελληνική Μητρόπολη αυτόχθονες στην Ελλάδα ή συνολικώς Πελασγία ∆ωριείς του και αντιστοίχως τον δευτερότοκο Αίολο και τους Αιολείς του και τον Ξάνθο και τους υιούς του Ίωνα και Αχαιό και τους Ίωνες και Αχαιούς γηγενείς και ελληνοπελασγικής και αυτών καταγωγής.
Οι εντός της Μητροπολιτικής Ελλάδος στο σύνολό της µετακίνηση των προγόνων των Ελλήνων Πελασγών δηµιουργεί εστίες τους και στην Ήπειρο, την Μακεδονία, την Ακαρνανία και την όλη ∆υτική Ελλάδα. Αναφέρεται και από αυτές τις περιοχές µετάβαση στην Ιταλία και κυρίως στην περιοχή της Αδριατικής θαλάσσης και του ποταµού Αδρίου, η οποία και µε σύγχρονες µελέτες Ιταλών επιστηµόνων έχει ανακηρυχθεί ως Ελληνική θάλασσα και κόλπος, δεδοµένου ότι εκτός της ιταλικής πλευράς και η βαλκανική και η ιλλυρική απέναντι της περιοχή ήταν επώνυµη του Ιλλυριού, υιού του Κάδµου και ης Αρµονίας, απογόνου του Άρεως και της Αφροδίτης. Η αναφορά ότι ο Ιταλός βασίλευσε στην Σικελία και ότι έφτασε εν συνεχεία µε αποίκους στην Ιταλία, µε το όνοµα της Σικελίας: Σικανία να δείχνει το δωρικό όνοµά της µε αντιστοίχιση δωρικού α αντί ε και δωρικού ν αντί λ (πρβλ. δωρικό ήνθεν αντί ήλθεν και δωρικό ιαρός αντί ιερός) και να παραπέµπει, ως ελληνοπελασγικής καταγωγής και σε Ίβηρες Σικανούς, πελασγογενείς και αυτούς, επιβεβαιώνοντας την µεσογειακή πρωτοϊστορική εξάπλωση των Πελασγών από την Μητροπολιτική Ελλάδα σε όλη την έκταση της Μεσογείου, ευρωπαϊκή, ασιατική και αφρικανική, δηλαδή της εσωτερικής αυτής ελληνικής θαλάσσης, την οποία, σε πλήρη ιστορική συνέχεια, οικειοποιήθηκαν αιώνες αργότερα οι πελασγογογενείς και πελασγόφωνοι (και µε πελασγογενή λατινική Γραφή) Ρωµαίοι.
Στα πελάγη δυτικώς της Ιταλίας συνυπάρχει το Τυρρηνικό και το Αυσώνιο που έλαβαν το όνοµα από τους Ελληνοπελασγούς Αύσωνα και Τυρρηνό/Ταρκύνιο/Τάρχωνα, των ελληνοπελασγικών Γενεαλογιών καταγωγής τους. Το όνοµα Αυσονία επεξετάθη σε όλη την Ιταλία και η ονοµασία Αυσονίς (χώρα) ταυτίστηκε µε την Ρωµαία ή Ρωµαϊκή, της οποίας το όνοµα εντοπίσαµε ήδη ως ελληνοπελασγικό και αυτό στις Γενεαλογίες προέλευσης των πολλαπλών Ελληνοπελασγικών αποικίσεων στην Ιταλία και την Ετρουρία των Τυρρηνών Πελασγών. Άλλωστε και ο Ρωµύλος, απόγονος κατά παράδοση του πελασγικού θεού Άρεως του ελληνικού πανθέου, πατέρα και των Αµαζόνων, έκτισε την αιωνία κληθείσα πόλη γύρω από το Παλλάντιον του Αρκάδος και Πελασγού Ευάνδρου επί του οµωνύµου λόφου, ταυτωνύµου της αρκαδικής κώµης και του υιού του Πάλλαντος και όπου η βασιλοµήτωρ Νικοστράτη είχε προσκοµίσει το ελληνοπελασγικό αρκαδικό αλφάβητο καταγωγής του λατινικού αλφαβήτου.
Η σχέση των Ελλήνων και των Πελασγών προγόνων τους µε κοιτίδα την Αρκαδία του παλαίχθονος (πρώτου) Πελασγού καταδεικνύεται και από την ίδρυση της πόλεως Τούσκλον ή Τούσκουλον, η οποία όπως µυθιστορείται, κτίστηκε από τον Τηλέγονο, υιό της Καλυψούς ή της Κίρκης και του Οδυσσέως. Η σχέση όµως αυτή των Ελλήνων µε την Ιταλία ιστορείται και χρονολογείται επί αιώνες, από τις απαρχές του Ελληνοπελασγικού κοσµογονικού κύκλου. Οι Κύκλωπες, οι γίγαντες αυτοί υιοί του Ουρανού και της Γης κατασκεύασαν µαζί µε τον Ήφαιστο, στην Αίτνα της Σικελίας τους κεραυνούς που δώρισαν στον ∆ία ως ανταµοιβή για την απελευθέρωσή τους από τον Τάρταρο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Κύκλωπες διέτριβαν άλλοτε στην Αίτνα, άλλοτε στην Λήµνο και άλλοτε στις ιταλικές νήσους Λιπάρες ή Αιολίδες, όπου ο Αίολος νυµφεύτηκε την Κυάνη, την θυγατέρα του Λιπάρου, υιού του Αύσονος, επωνύµου των νήσων. Από την Γενεά του Τιτάνος Υπερίονος και συγκεκριµένως του υιού του: θεού Ηλίου (αναφεροµένου στον Όµηρο), οι θυγατέρες του Λαµπετία και Φαέθουσα φύλαγαν τις βους του πατέρα τους στην Σικελία. Ήδη εντοπίζεται Επικράτεια των Τιτάνων Υπερίονος και Ηλίου στην Σικελία παράλληλα µε την Ελληνική Μητρόπολη και την βασιλεία των απογόνων τους Ηλιαδών στη Ρόδο, την Καρία αλλά και την Ινδική (Ηλιάδης ∆ηριάδης κατά του οποίου εξεστράτευσε ο (πρώτος) ∆ιόνυσος, υιός του Άµµωνος (∆ιός), βασιλέως της Κρήτης και της Λιβύης (Αφρικής) και την Ασία: Συρία όπου ελατρεύετο ο θεός Ήλιος αλλά και ως Ζεύς Βήλος (δωριστί Βάλος < Fαλος < Σάλος πρβλ. ελληνική ρίζα σελ-/δωρική σαλ- : σέλας, Σελήνη, σιλάριος / Fιλάριος / κιλάριος = ο ήλιος). Ήδη, το όνοµα της Ωκεανίδος Πέρσης, συζύγου του Ηλίου και της µητέρας του Αιήτη, βασιλέως της Κολχίδος και του Πέρσου, υιού του Περσέως, ονοµάζει την Περσία, όπου η δυναστεία της ανάγεται στον υιό του Πέρσου, τον Αχαιµένη και ο Ηλιάδης Ακτίς ιδρύει την ελληνοπελασγική Ηλιούποληστην προδυναστική Αίγυπτο, όπου κατά τον Μανέθωνα βασιλεύουν οι Έλληνες Θεοί, Ηµίθεοι και Ήρωες (οµώνυµη πόλη Ηλιούπολη ευρίσκεται και στην Συρία). Άρα είναι ιδιαίτερης σηµασίας για την ελληνοπελασγική εξάπλωση η µελέτη των Γενεαλογιών και Επικρατειών των Ελλήνων Τιτάνων, Θεών, Ηµιθέων και Ηρώων στον αρχαίο κόσµο, που µαρτυρούν και αυτές το ελληνοπελασγικό υπόστρωµα των πολιτισµών στον κόσµο, που δηµιούργησε η ελληνοπελασγική επέκταση µε αφετηρία την κοιτίδα του στην Αρκαδία και σε όλη την Ελληνική Μητρόπολη και τις αποικίσεις της.
Έτσι η µετοίκιση Αρκάδων στην Κρήτη και η δευτερογενής εκ Κρήτης µετοίκηση του βασιλέως Ιδοµενέως στο Σαλέντιο ακρωτήρι της Ιταλίας, όπου έχτισε πόλη στην οποία εισήγαγε τους νόµους του Μίνωα εδηµιούργησε µετά τα Τρωικά νέα ελληνοπελασγική εστία, συνέχεια της αρχαιοτάτης παρουσίας Μινωιτών στην Σικελία, στην Κάµικο, όπου ο βασιλεύς Κώκαλος σκότωσε το Μίνωα, που προσάραξε στην Κάµικο διώκοντας τον ∆αίδαλο.
Οι συνδυασµοί της συνέχειας των πρώτων Πελασγών κατοίκων της Ιταλικής Χερσονήσου µε τη συνέχεια τους στους λαούς της Ιταλίας είναι ιδιαίτερα σηµαντικοί αφού η γενεά του Ευάνδρου και της θυγατέρας του Βινδούνης ιχνηλατείται στη γενεά των Φαβίων της Ρώµης.
Οι γειτνιάσεις των πρώτων Πελασγών στην Ιταλία µε τους προρωµαϊκούς λαούς: Ούµβρους, Τόσκους, Φαλίσκους επηρέασαν ισχυρώς τους λαούς αυτούς και τις γλώσσες τους, εµβολιάζοντάς τις µε ισχυρές ελληνοπελασγικές γλωσσικές καταβολές µε αφετηρία και τη δωρική και αρκαδική διάλεκτο της ελληνικής, τις αρχαιότερες διαλέκτους, που βεβαίως ιχνηλατούνται και στο Λάτιο και την Ετρουρία, ως αρκαδική και τυρρηνική πελασγική γλωσσική κληρονοµιά.
Η Αρκαδία και το Άργος εµπεριέχουν την ρίζα αρ- της γης: άρουρα και του πεδίου και συγχρόνως των Αρίων υπερασπιστών της γης, εξ ων και η σηµασία των γενναίων των αρίστων πολεµιστών και ως λαµπρών: ρίζα σαλ- : σέλας, διαλεκτική της σαρ- µε εναλλαγή υγρών λ/ρ στην ελληνική, εξ ης και η Fαρ > αρ-, πρβλ. και Σύρος υιός Απόλλωνος, εκ της Σινώπης και Αραντία χώρα, ο µετέπειτα Φλιούς. Οι θεοί των Ελλήνων είναι θεοί των Πελασγών. Οι παραδόσεις µαρτυρούν τον Ποσειδώνα, τον Ερµή, την Ήρα, την ∆ήµητρα, τον Πάνα και αυτόν τον ∆ία τον άνακτα τον πελασγικό να κατάγονται από την Αρκαδία.
Στους Ορφικούς Ύµνους η Ρέα τίκτει τον ∆ία στο Παρράσιο, στο πανάρχαιο λεχώιό της, όπως το ονοµάζουν οι Απιδανείς, οι κάτοικοι της Απίας, της αρχαιοτάτης ονοµασίας της Παρρασίας-Αρκαδίας. Απία ονοµάστηκε µε την επέκταση των Πελασγών όλη η Πελοπόννησος, ή άλλως Πελασγία, στην οποία ανεδείχθη και το Άργος ως πρωτεύουσα πόλη. Ο επώνυµος της Απίας: Άπις ή Άπιος απαντάται και ως υιός του Φορωνέως και του Πελασγού στις Γενεαλογίες των βασιλέων του Άργους. Ο Άπιςταυτίζεται µε τον Ιερό Ταύρο των Αιγυπτίων,τον Σάραπι, δηλώνοντας πελασγική επίδραση από την Αρκαδία και την Πελοπόννησο τόσο στην Κρήτη όσο και στην Αίγυπτο, όπου βασιλεύουν ο Άµµων Ζεύς και ο υιός του ∆ίονυσος. Ο Άπις, στο Άργος είναι και αδελφός της Νιόβης, απόγονος του Αιγιαλέως, υιού του Ινάχου, ή υιός του Φορωνέως, θείος του Άργου και του Πελασγού.
Στο Παλλάντιο τη Αρκαδίας ετελούντο αγώνες προς τιµήν του Αζάνος, υιού του Αρκάδος, επωνύµου της Αζανίας χώρας στην βόρεια Αρκαδία. Ο Αζάν νυµφεύτηκε την Ιππολύτη, θυγατέρα του ∆εξαµενού, βασιλέως της Ωλένου της Αχαΐας. Ο Υγίνοςµνηµονεύει ότι ο Ώλενος ήταν ο πατέρας δύο τροφών του ∆ιός, της Ελίκης και της Αιγός, ενισχύοντας τις παραδόσεις περί ∆ιός αρκαδογενούς, στο όρος Θαυµάσιο του Λυκαίου. Παραδίδονται ως τροφοί του ∆ιός και οι Νύµφες Θεισόα, Νέδα και Αγνώ, επώνυµες της πόλεως Θεισόα της Παρρασίας χώρας, επωνύµου του υιού του Λυκάονος, του ποταµού Νέδα και της πηγής της κορυφής του Λυκαίου όρους. Στα Αρκαδικά του Παυσανίου µαρτυρείται σε βωµό της Τεγέας και τροφός του ∆ιός Ίδη, παραπέµποντας στο όρος Ίδη της Κρήτης και στο όρος Ίδη της Τρωάδος, δηλαδή σε λατρεία του ∆ιός σε ιερά κορυφής σε άλλες πελασγικές χώρες, όπως και στο όρος Λύκαιο. Ο Λύκαιος Ζεύς ετυµολογικώς στην ελληνική : ρίζα σαλ- / σελ- : σέλας, σελ- / Fελ- / κελ- : κιλάριος. ο ήλιος (Ηούχιος) µε αντιµετάθεση αιολική λεκ- / λυκ- : λύκη (= λάµψη, φως της ηµέρας) ταυτίζεται µε την ονοµασία του ∆ιός : Fελχανός στους Κρήτες και στους Τυρρηνούς Πελασγούς.
Είναι σηµαντική η µελέτη των Γενεαλογιών των θεών που κατά τις µαρτυρίες γεννήθηκαν στην Αρκαδία. Εδώ αναφερόµαστε στον θεό Ερµή, ο οποίος και συνόδευσε την Αργεία Ιώ στην Αίγυπτο και στην Ελληνική Φοινίκη και ο οποίος γεννήθηκε στην Αρκαδία, ως υιός του ∆ιός και της Ατλαντίδος Μαίας, θυγατέρας του Τιτάνος Άτλαντος, υιού του Κρόνου και της Ρέας. Τα παιδιά του Ερµού, υιού του ∆ιός, µαρτυρούν και τις Επικράτειες του Πελασγικού Θεού (διογενείς = θεογενείς Πελασγικοί γόνοι από την κοιτίδα των Πελασγών, την Αρκαδία). Συγκεκριµένα ως υιοί του Ερµού αναφέρονται: ο Εύανδρος από την Καρµέντα ως ήδη αναφέρθη, ο Κήρυξ από την Πάνδροσο ή την Άγραυλο, θυγατέρα του Κέκροπος, γενάρχης του ιερατικού γένους των Κηρύκων των Αθηνών και πατέρας του Ευµόλπου, πατέρα του Αντίφηµου και του Μουσαίου, ο Κέφαλος από την Κρέουσα ή την Έρση ή την Πρόκρι, θυγατέρες του Ερεχθέως, επώνυµος βασιλεύς της Κεφαλληνίας, πατέρας του Κηλέως, προπάππου του Οδυσσέως.( Ο Κέφαλος απήχθη από την Ηώ στην Συρία, όπου απέκτησε τον Τιθωνό, τον πατέρα του Φαέθοντος και τον Εωσφόρο. Ο Κέφαλος ως υιός του Πανδίωνος είναι πατέρας του Αώου και του Πάφου), ο Λύβις από την Λιβύα θυγατέρα του Παλαµήδους, υιού του Ναυπλίου, ο Κάϊκος, επώνυµος ποταµού της Μυσίας, του πρώην Αστραίου, από την νύµφη Ωκυθόη ή Ωκυρρόη, ο Μυρτίλος, ο ηνίοχος του Οινοµάου, βασιλεύς της Πίσης, από την Κλεοβούλη, ο επώνυµος του Μυρτώου Πελάγους.( Ο τάφος του βρισκόταν πίσω από το ιερό του Ερµή στον Φενεό, όπου ετιµάτο), ο Νώραξ, από την Ερύθυια, θυγατέρα του Γηριόνου, ο οποίος πέρασε στη Σαρδηνία επικεφαλής Ιβήρων και ίδρυσε την πόλη Νώρα, ο Κύδων από την Ακακαλλίδα, θυγατέρα του Μίνωα (ή και άλλη παράδοση ο αρχαιότερος υιός του Τεγεάτη υιού του Λυκάονος και της Μαιράς, θυγατέρας του Άτλαντος, βασιλέως της Αρκαδίας, αδελφός του Αρχηδίου και του Γόρτυνος, οι οποίοι µετοίκησαν στην Κρήτη), ο Πρόλις, µάντης από την Λέσβο, από την Ίσσα θυγατέρα του Μάκαρος, επώνυµος της πόλης Ίσσης στην Λέσβο, ο Αυτόλυκος από την Χιόνη ή την Φιλωνίδα, θυγατέρα του ∆αιδαλίωνα ή την Στίλβη ή Τηλαύγη, θυγατέρα του Εωσφόρου, πατέρας της Αντικλείας, της µητέρας του Οδυσσέως από την Αµφιθέα, ο Αιθαλίδης, κήρυξ των Αργοναυτών από την Ευπολέµεια, θυγατέρα του Μυρµιδόνος, οι Αργοναύτες Εύρυτος και Εχίων, από την Αντιάνειρα θυγατέρα του Μενέτου (παραδίδεται και η Αντιάνειρα, βασίλισσα των Αµαζόνων, θυγατέρων του θεού Άρεως), ο Εύδωρος, ένας από τους αρχηγούς των Μυρµιδόνων στα Τρωϊκά από την Πολυµήλη, θυγατέρα του Φύλαντος βασιλέως της Θεσσαλίας, ο Παν, µνηµονευόµενος και ως γηγενής Αρκάς, από την Ορσινόη, βασιλεύς της Αρκαδίας, λατρευόµενος και στην Αίγυπτο και την Αιθιοπία, ο Ελευσίνος από την ∆άειρα, θυγατέρα του Ωκεανού, επώνυµος της Ελευσίνος, πατέρας του Κελεού και του Τριπτόλεµου (ον Τριπτόλεµο ανέθρεψε η ∆ήµητρα και τον µύησε και στα µυστήριά της), ο Βούνος από την Αλιδάµεια (στον Βούνο παρεχώρησε ο Αιήτης το βασίλειο της Κορίνθου πριν αναχωρήσει για την Αία), ο Φάρις από την Φιλοδάµεια, θυγατέρα του ∆αναού, οικιστής των Φαρών της Μεσσηνίας, ή και των Φαρών της Αχαΐας, πατέρας και της Τηλεγόνης, µητέρας του Ορτιλόχου από τον Αλφειό, Πάνας Αγρεύς, από την Νύµφη Σώση, ο οποίος ακολούθησε τον ∆ιόνυσο στην Ινδική, Πάνας Νόµιος, από την νύµφη Πηνελόπη, ο οποίος ακολούθησε τον ∆ιόνυσο στην Ινδική.
Ήδη προκύπτει όνοµα ελληνικό του ποταµού Κάϊκου προ του Αρκάδος-Πελασγού ταυτωνύµου του υιού του Ερµού, δηλαδή το όνοµα του Αστραίου, υιού του Σειληνού, ο οποίος ακολούθησε τον ∆ιόνυσο στην Ινδική. ∆εδοµένου ότι και οι υιοί του Ερµού, Πάνες Αγρεύς και Νόµιος, ακολούθησαν και αυτοί τον ∆ιόνυσο στην Ινδική, επιβεβαιώνεται και χρονικώς η εκστρατεία του ∆ιονύσου (του πρώτου, υιού του Άµµωνος ∆ιός) επί της βασιλείας των θεών των Πελασγών στον αρχαίο κόσµο.
Στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία αναφέρεται ότι ο Παντοκράτορας θεός Ουρανός εξεστράτευσε και µέχρι την Ιβηρία, στην περιοχή της Ταρτησσού όπου είχαν καταφύγει οι Τιτάνες και ο Κρόνος και νικήθηκαν απ’ τον ∆ία. Ο Ερµής µετά τον θάνατο του ∆ιός κληρονόµησε τα βασίλεια της Ιταλίας και της Γαλατίας, ενώ και ο θείος του ο Πλούτων του κληροδότησε το βασίλειο της Ιβηρίας. Μετά δε τον θάνατο του παππού του Άτλαντος, πατέρα της µητέρας του Ατλαντίδος Μαίας, κληρονόµησε και το βασίλειο της Μαυριτανίας (Μαυρουσίας).
Ο Ερµής, στις πελασγικές χώρες όπου εβασίλευσε ,θέσπισε δίκαιους νόµους, δίδαξε τους υπηκόους του τις τέχνες, τη µουσική, την ιατρική, τους αγώνες, το εµποριο και τους εκπολίτισε. Εξ αιτίας των αρετών, του άριστου πολιτεύµατος και των ευεργεσιών του τιµήθηκε και αγαπήθηκε από τους υπηκόους του. Απεβίωσε στην Ισπανία, όπου εδεικνύετο και ο τάφος του. Ο Ερµής εγκατέστησε αποίκους Πελασγούς στην Ιβηρία, την οποία ονόµαζαν και Άδη και γι’ αυτό θεωρούσαν οι Έλληνες τον Ερµήνεκροποµπό.
Στην πόλη Νώρα της Σαρδηνίας, επώνυµη του Νώρακος, υιού του Ερµού, ωδηγήθη αποικία Πελασγών από την Ισπανία στην Σαρδηνία, στην οποία είχαν πρώτοι εγκατασταθεί Λίβυες, δηλαδή Έλληνες από την Αφρική, την Λιβύη, επώνυµη της θυγατέρας του Επάφου, της Αργείας και Πελασγίδος Ιούς, της λατρευοµένης ως Ίσις ή Ισώ ή ∆ήµητρα στην πελασγική Αίγυπτο. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά του, αναφέρει ότι ο Νώραξ, υιός του Ερµού, εγκατέστησε την αποικία του στην Νώρα της Σαρδηνίας από την Πελασγική Ιβηρία µετά την αποίκιση της Κυρήνης από τον Απόλλωνα και τον υιό του Αρισταίο.
Ο υιός του Ποσειδώνος Σικανός έδωσε το όνοµά του στην Σικελία, ονοµαζόµενη προηγουµένως Σικανία, εγκαθιστώντας αποίκους Πελασγούς από την Ιβηρία.
Ο Σικανός, βασιλεύς της Σικελίας παραδίδεται και ως πατέρας του Κύκλωπα Αντιφάντη και του Κύκλωπα Πολύφηµου, ενώ αναφέρεται και ταυτώνυµος Σικανός, υιός του Κύκλωπα Βριάρεω και αδελφός της Αίτνης.
Στην Ιβηρική χερσόνησο εξεστράτευσε και ο ήρως Ηρακλής, παλαιότερος του της Αλκµήνης και συγκεκριµένα στην Ερύθεια, νησί της Επικράτειας του Γηρυόνου, του γυιού του Χρυσάορος και της Καλλιρρόης, κοντά στα σηµερινά Γάδειρα, στον Ωκεανό, τον οποίο διέπλευσε ο Ηρακλής πάνω στο δέπας (πλοιάριο) που το χάρισε ο θεός Ήλιος.
Στην Ιβηρική χερσόνησο, το βασίλειο του Πλούτωνος και του νεκροποµπού Ερµού, εξεστράτευσε και ο ∆ιόνυσος, ο οποίος έφτασε µέχρι την Λουσιτανία, την σηµερινή Πορτογαλία, επώνυµη του στρατηγού του Λούσου. Οι άλλοι δύο στρατηγοί του ∆ιονύσου ήσαν ο Παν, επώνυµος της Ισπανίας (ες / δωρικό – αρκαδικό ις Πάνα αφιερωµένη) και ο Κισσός, πρβλ. το ιερό δένδρο του θεού ∆ιονύσου.
Στην Λουστανία, χιλιετίες αργότερα µετέβη και ο Οδυσσεύς, που επίσης διέπλευσε τον Ατλαντικό και έχτισε την Ολυσσιπώνα/Οδυσσιπώνα (µε εναλλαγή λ/δ διαλεκτικώς στην ελληνοπελασγική πρβλ. λίσκος-δίσκος. Περγαίοι (Πέργη Παµφυλίας), Ησύχιος: Λισσαβών ή (Ο)λυσσιπών, πρβλ. και το όνοµα του Οδυσσέως: Ολυσσεύς/Οδυσσεύς > λατινικού Ulisses.
Στην Ισπανία µετέβη και ο ήρωας του Τρωικού πολέµου ∆ιοµήδης, όπου ίδρυσε την πόλη Τούδαι στην βορειοδυτική Ισπανία, κοντά στην Πορτογαλία, στο όνοµα του πατέρα του Τυδέως, υιού του Οινέως, βασιλέως της Αιτωλικής Καλυδώνος και βασιλέως του Άργους. Ήδη ανιχνεύονται πελασγικές αποικίσεις και στις βασκικές χώρες (Ακυϊτανία και χώρα των Βάσκων) όπου ανευρέθησαν και πελασγικά τρίλιθα και πολύλιθα και όπου ο Στράβων σηµειώνει δραστηριότητες «κατά τρόπον ελληνικόν». Στην Ιβηρία έχουν ανασκαφεί και πόλεις προϊστορικές κυκλαδικού τύπου, επαληθεύοντας την πελασγική επέκταση/εγκατάσταση και στην δυτικότατη Ευρωπαϊκή χερσόνησο και στην ενδιάµεση Γαλατία, πέραν της Ιταλικής χερσονήσου.
Άλλωστε και η Τυρρηνία αναφέρεται στον Πλάτωνα ως τµήµα, εντός των Ηρακλείων Στηλών της Ατλαντίδος, ως Επικράτειας του Ποσειδώνος (Άτλας, υιός Ποσειδώνος) ή επωνύµου του Άτλαντος (βασιλέως της Αρκαδίας µε Επικράτεια και στην Μαυρουσία που βγαίνει στον Ατλαντικό και µε όρος Άτλας), γεγονός που επιβεβαιώνει την ύπαρξη της Τυρρηνίας της χώρας ων Τυρρηνών Πελασγών αιώνες πριν την αρχαιολογική ιχνηλάτησή της).
Η χρονολόγηση αυτή αναδεικνύει ως αρχαιότατο και το Πελασγικό αλφάβητο των Τυρρηνών Πελασγών ή Ετρούσκων, ως ευρείας διάδοσης στις πρωτοϊστορικές Επικράτειές τους στην Ευρώπη και την Ασία (πελασγικές τους χώρες στην Θράκη, την Μακεδονία, την Μικρά Ασία-Λυδία) και ως τµήµατος της Ατλαντίδος του Πλάτωνος, η οποία παραδίδεται ως Επικράτεια του Ποσειδώνος, Αρκάδος θεού κατά τον Παυσανία, ο οποίος, στα Αρκαδικά του µαρτυρεί την θεά των Αρκάδων ∆έσποινα, µε ιερό στην Λυκόσουρα, θυγατέρα του Ποσειδώνος και της ∆ήµητρας και επίκληση της θεάς ∆ήµητρας (κατ’ αναλογία της ∆ήµητρας και της κόρης της Περσεφόνης).
Οι Γενεαλογίες των θεών της Αρκαδίας, όπως είδαµε µε εκείνες του θεού Ερµού, υιού του ∆ιός, καθορίζουν τις Επικράτειες και τους ελληνοπελασγικούς βασιλικούς οίκους καταγωγής από τον συγκεκριµένο θεό και τους Πελασγούς της Αρκαδίας όπως ακριβώς συµβαίνει και µε τους Έλληνες βασιλείς ανά περιοχή και πόλη της Ελληνικής Μητροπόλεως και των αρκαδικών ή και εν µέρει αρκαδικών αποικιών της Ελληνικής διασποράς (πρωτογενούς ή δευτερογενούς) µέσω και των διασταυρώσεων των βασιλικών ή αρχηγικών οίκων και εποµένως οιαδήποτε σχετική αναφορά στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία, πρέπει να διερευνάται εις βάθος, ως αποκαλύπτουσα πανάρχαια στοιχεία καταγωγής από τους Πελασγούς προγόνους µας και από την κοιτίδατους.
Οι Πελαγοί της Αρκαδίας πέρασαν στο Άργος από τα περάσµατα που αναφέρει ο Παυσανίας και από τις πόλεις της Αρκαδίας προς την Αργολίδα: από τις Υσιές πάνω από το όρος Παρθένιο προς την Τεγεατική γη και προς την Μαντίνεια δια της Πρίνουκαι δια της Κλίµακος. Ο ποταµός Ίναχος ταυτώνυµος του γενάρχου των βασιλέων του Άργους και των Πελασγών του πηγάζει από το Αρτεµίσιο όρος και διασχίζει το σύνορο της χώρας των Αργείων και των Μαντινέων και προχωρεί δια της ΑργολικήςΓης και γι’ αυτό ονοµάζεται Αργείος ποταµός στον Παυσανία.
Οι Αρκάδες έχουν την παράδοση ότι η Ρέα γέννησε τον Ποσειδώνα στο Αργό πεδίο, όπου και η κρήνη Άρνη, που πήρε το όνοµά της από τα πρόβατα / τους άρνας που έβοσκαν γύρω της. Στον Κρόνο η Ρέα ισχυρίστηκε ότι είχε γεννήσει άλογο και του έδωσε να καταπιεί πουλάρι αλόγου αντί του Ποσειδώνος. Ήδη γεννώνται οι παραδόσεις για την σχέση του Ποσειδώνος µε τους ίππους και τις πηγές και οι παραδόσεις όπως στον Στρυµόνα και τον Σκάµανδρο, που σηµειώνει και ο Όµηρος: ζωούς δ’ εν δίνησι καθίετε µώνυχας ίππους. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Αργείοι παλιά πρόσφεραν ίππους στην πηγή ∆ίνη στον Ποσειδώνα, τον θεό των νερών και των ποταµών και των πηγών, και για το πόσιµο νερό της. Η πηγή ∆ίνη βρισκόταν στο Γενέθλιο της Αργολίδος πρβλ. και το επίθετο του Ποσειδώνος :Γενέθλιoς ή Γενέσιος µε νερό από την θάλασσα. Στη ∆ίνη οι Αργείοι καταπόντιζαν άλογα στολισµένα µε χαλινάρια, στις δίνες που έδωσαν το όνοµα στην πηγή των Αρκάδων και των Αργείων, και αυτές στις δίνες περιγράφει ο Θείος Ποιητής των Επών. Ο Παυσανίας αναφέρει και άγιο ιερό της θεάς ∆ήµητρας µετά τα ερείπια της αρκαδικής πόλεως Νεστάνης, στο όρος των Μαντινέων υπέρ το Αργό πεδίο.
Στη θέση Μελαγγεία προς την Κλίµακα και κοντά στην Κρήνη ο Παυσανίας αναφέρει µέγαρο/ναό του θεού ∆ιονύσου και οργάνωση, από τους Μελιαστές, ∆ιονυσιακών τελετών, αλλά και ιερό της Αφροδίτης µελαινίδος και σε δρόµο που περνάει από το όρος Αρτεµίσιο, αναφέρει και ναό µε άγαλµα της Αρτέµιδος. Εν προκειµένω υπενθυµίζεται η µετάβαση, µετά τα Τρωικά, του βασιλέως της Αρκαδίας Αγαπήνορα στην Κύπρο, όπου οίκισε την Πάφο και ίδρυσε ιερό της θεάς Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Η σχέση των Αρκάδων µε την λατρεία του θεού Απόλλωνα προκύπτει από την πληροφορία του Παυσανίου ότι ο υιός του Αρισταίος από την Κυρήνη ετιµάτο ιδιαιτέρως στην Αρκαδία, στην οποία είχε εισαγάγει την µελισσοκοµία και εκ του γεγονότος ότι είχε συµµετάσχει, επικεφαλής Αρκάδων, στην εκστρατεία του ∆ιονύσου στην Ινδική. Συγγενές είναι και το γεγονός της λατρείας της αδελφής του Απόλλωνος θεάς Αρτέµιδος στο Αρτεµίσιο όρος καθώς και η αναφορά του Παυσανίου σε λατρεία, στην Αρκαδία, της θεάς της Κρήτης Βριτοµάρτιος, ευνοούµενης της θεάς Αρτέµιδος. Στην Μαντίνεια αναφέρει ο Παυσανίας ιερό της Λητούς και των παιδιών της. Και εδώ υπενθυµίζεται η µετάβαση του Τεκτάµου υιού του ∆ώρου µε Αιολείς και Πελασγούς από την Πελοπόννησο προς την Κρήτη, για ίδρυση δωρικού βασιλείου στην Κρήτη, δωρική και πελασγική και αρκαδική (ίδρυση Κυδωνίας) µε τον υιό του Τεκτάµου τον Αστέριο να νυµφεύεται την Ευρώπη, απόγονο της Αργείας Ιούς στην Ελληνική Φοινίκη, µητέρα του πρώτου Μίνωος.
Ήδη τεκµαίρεται η συµµετοχή Πελασγών, ∆ωριέων και Αρκάδων στην Μινωική θαλασσοκρατορία, αλλά και την Μυκηναϊκή αυτοκρατορία και η αρχαιότατη επέκτασή τους στην Ασία και δια των ελληνικών νησιών των Κυκλάδων, της Ρόδου και της Κύπρου και δια διασταυρώσεως των αρκαδικών µινωϊκών και µυκηναϊκών Γενεαλογιών και µε τις Πελασγικές Επικράτειες της Αργείας Ιούς στην Μικρά και Πρόσω Ασία και την περιµεσογειακή Αφρική. Είναι σηµαντικό, εν προκειµένω ,να υποµνηθεί ότι η Αύγη, θυγατέρα του βασιλέως της Αρκαδίας Αλεού, αδελφή του Λυκούργου, του Αµφιδάµαντος και του Κηφέως, µητέρα του Τηλέφου από τον Ηρακλή, βασίλεψε στην κοιλάδα του Καΰκου, ο οποίος ρέει ανατολικά της Περγάµου και εκβάλλει στο Αιγαίο απέναντι από την Λέσβο, στην Τευθρανία του συζύγου της Τεύθραντος, απογόνου του θεού Άρεως, ο οποίος και κληροδότησε το βασίλειο του στον Ηρακλείδη Τήλεφο, σύµµαχο του Πριάµου κατά τα Τρωικά. Ο Αλεός ίδρυσε στην Τεγέα ναό της θεάς Αθηνάς Αλέας, στην πρωτεύουσα του βασιλείου του. Ο Αγκαίος, υιός του Λυκούργου, έλαβε µέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και τον πλουν του Ιάσονος στην χώρα των Κόλχων και αργότερα στην θήρα του Καλυδωνίου Κάπρου.
Ο Έχεµος ,εγγονός του αδελφού του Λυκούργου Κηφέως, σκότωσε, στον Ισθµό σε µονοµαχία τον Ηρακλείδη Ύλλο, υιό του Ηρακλέους και της Αιτωλίδος ∆ηιανείρας κατά την κάθοδο/επιστροφή των ∆ωριέων και Ηρακλειδών από την Μακεδονία(Πίνδο) στην κοιτίδα των Πελασγών στην Πελοπόννησο (ο βασιλεύς των ∆ωριέων Αιγιµιός, σύµµαχος του Ηρακλέους, είχε υιοθετήσει τον Ύλλο).
Ο Ιππόθοος του Κερκυόνος του Αγαµήδα του Στυµφήλου µετέφερε την πρωτεύουσα του αρκαδικού βασιλείου από την Τεγέα στην Τραπεζούντα.
Αξιοσηµείωτο είναι ότι ο Έχεµος είχε νυµφευθεί την Τιµάνδρα, αδελφή της Κλυταιµνήστρας του Αγαµέµνονος και της Ελένης του Μενελάου και ότι ο Ορέστης, υιός του Αγαµέµνονος και πατέρας του τελευταίου αυτοκράτορος των ΜυκηνώνΤισσαµενού, µετοίκησε από τις Μυκήνες στην Αρκαδία (Τεγέα) µετά από χρησµό του δελφικού Απόλλωνος, γεγονός που πιθανώς σχετίζεται και µε την µεταφορά της πρωτεύουσας.
Ο κατάλογος των Νεών, µε συµµετοχή Αρκάδων από την Κυλλήνη, τη Φενεό, τον Ορχοµενό, τη Ρίπη, την Στρατίη, την Ενίσπη, την Τεγέα, την Μαντίνεια, την Στύµφηλο και την Παρρασίη, µαρτυρεί ενότητα όλων των βασιλικών τους οίκων.
Μαρτυρείται και ιερό του Ασκληπιού στην Μαντίνεια και κοινή του λατρεία µαζί µε την Υγεία.
Η λατρεία της ∆ήµητρας και της Κόρης στην Μαντίνεια παραπέµπει και στην υποδοχή της Ήρας και στο Άργος, ως συνέχεια της αρκαδικής της ενδιαιτήσεων. Στο δρόµο από την Μαντίνεια προς την Τεγέα στο όρος Αλήσιον, τµήµα του Αρτεµισίου, που ονοµάστηκε από την άλη (= περιπλάνηση) της Ρέας, ενώ ο Παυσανίας στο ίδιο βουνό αναφέρει και ιερό άλσος της ∆ήµητρας, αλλά και ιερό του Ιππίου Ποσειδώνος από ξύλα δρυός κατασκευασµένα από τον Τροφώνιο και τον Αγαµήδη.
Κύριο συµπέρασµα, στο οποίο καταλήγει αβιάστως ο µελετητής των Γενεαλογιών των Ελλήνων και των διασταυρώσεών τους αλλά και των ιστορικών γεγονότων της Αρχαίας Ελληνικής Γραµµατείας και Μυθολογίας (µύθος = λόγος, προφορική ιστορία και διήγηση, παράδοση), είναι η ελληνική καταγωγή της Γραφής: ιερογλυφικής, Γραµµικών: Α΄-Μινωικής, Β΄-Μυκηναϊκής, Γ΄-Κυπριακής, από τις ελληνοπελασγικές, κοινής καταγωγής, γλωσσικές µορφές της Αρκαδίας και του Άργους, της Κρήτης και της Κύπρου, όπου ανεπτύχθησαν ήδη τα πελασγικά γράµµατα και τα διαλεκτικά αλφάβητα της ελληνικής και των διαλέκτων της και διαδόθηκαν -ως υπόστρωµα και για τα ασιατικά αλφάβητα- µέσω της Ελληνικής Φοινίκης, της Φιλισταίαςκαι των Επικρατειών της Αργείας και Πελασγίδος Ιούς στην Ασία και την Αφρική και ,µέσω της Κρητικής Γραφής της Παγχαίας, στην Αραβία, στους Σηµιτοφοίνικες και µέχρι την Ινδική, δια των Πελασγικών Επικρατειών του θεού ∆ιονύσου.
Στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία αναφέρεται ότι ο Παντοκράτορας θεός Ουρανός εξεστράτευσε και µέχρι την Ιβηρία, στην περιοχή της Ταρτησσού όπου είχαν καταφύγει οι Τιτάνες και ο Κρόνος και νικήθηκαν απ’ τον ∆ία. Ο Ερµής µετά τον θάνατο του ∆ιός κληρονόµησε τα βασίλεια της Ιταλίας και της Γαλατίας, ενώ και ο θείος του ο Πλούτων του κληροδότησε το βασίλειο της Ιβηρίας. Μετά δε τον θάνατο του παππού του Άτλαντος, πατέρα της µητέρας του Ατλαντίδος Μαίας, κληρονόµησε και το βασίλειο της Μαυριτανίας (Μαυρουσίας).
Ο Ερµής, στις πελασγικές χώρες όπου εβασίλευσε ,θέσπισε δίκαιους νόµους, δίδαξε τους υπηκόους του τις τέχνες, τη µουσική, την ιατρική, τους αγώνες, το εµποριο και τους εκπολίτισε. Εξ αιτίας των αρετών, του άριστου πολιτεύµατος και των ευεργεσιών του τιµήθηκε και αγαπήθηκε από τους υπηκόους του. Απεβίωσε στην Ισπανία, όπου εδεικνύετο και ο τάφος του. Ο Ερµής εγκατέστησε αποίκους Πελασγούς στην Ιβηρία, την οποία ονόµαζαν και Άδη και γι’ αυτό θεωρούσαν οι Έλληνες τον Ερµήνεκροποµπό.
Στην πόλη Νώρα της Σαρδηνίας, επώνυµη του Νώρακος, υιού του Ερµού, ωδηγήθη αποικία Πελασγών από την Ισπανία στην Σαρδηνία, στην οποία είχαν πρώτοι εγκατασταθεί Λίβυες, δηλαδή Έλληνες από την Αφρική, την Λιβύη, επώνυµη της θυγατέρας του Επάφου, της Αργείας και Πελασγίδος Ιούς, της λατρευοµένης ως Ίσις ή Ισώ ή ∆ήµητρα στην πελασγική Αίγυπτο. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά του, αναφέρει ότι ο Νώραξ, υιός του Ερµού, εγκατέστησε την αποικία του στην Νώρα της Σαρδηνίας από την Πελασγική Ιβηρία µετά την αποίκιση της Κυρήνης από τον Απόλλωνα και τον υιό του Αρισταίο.
Ο υιός του Ποσειδώνος Σικανός έδωσε το όνοµά του στην Σικελία, ονοµαζόµενη προηγουµένως Σικανία, εγκαθιστώντας αποίκους Πελασγούς από την Ιβηρία.
Ο Σικανός, βασιλεύς της Σικελίας παραδίδεται και ως πατέρας του Κύκλωπα Αντιφάντη και του Κύκλωπα Πολύφηµου, ενώ αναφέρεται και ταυτώνυµος Σικανός, υιός του Κύκλωπα Βριάρεω και αδελφός της Αίτνης.
Στην Ιβηρική χερσόνησο εξεστράτευσε και ο ήρως Ηρακλής, παλαιότερος του της Αλκµήνης και συγκεκριµένα στην Ερύθεια, νησί της Επικράτειας του Γηρυόνου, του γυιού του Χρυσάορος και της Καλλιρρόης, κοντά στα σηµερινά Γάδειρα, στον Ωκεανό, τον οποίο διέπλευσε ο Ηρακλής πάνω στο δέπας (πλοιάριο) που το χάρισε ο θεός Ήλιος.
Στην Ιβηρική χερσόνησο, το βασίλειο του Πλούτωνος και του νεκροποµπού Ερµού, εξεστράτευσε και ο ∆ιόνυσος, ο οποίος έφτασε µέχρι την Λουσιτανία, την σηµερινή Πορτογαλία, επώνυµη του στρατηγού του Λούσου. Οι άλλοι δύο στρατηγοί του ∆ιονύσου ήσαν ο Παν, επώνυµος της Ισπανίας (ες / δωρικό – αρκαδικό ις Πάνα αφιερωµένη) και ο Κισσός, πρβλ. το ιερό δένδρο του θεού ∆ιονύσου.
Στην Λουστανία, χιλιετίες αργότερα µετέβη και ο Οδυσσεύς, που επίσης διέπλευσε τον Ατλαντικό και έχτισε την Ολυσσιπώνα/Οδυσσιπώνα (µε εναλλαγή λ/δ διαλεκτικώς στην ελληνοπελασγική πρβλ. λίσκος-δίσκος. Περγαίοι (Πέργη Παµφυλίας), Ησύχιος: Λισσαβών ή (Ο)λυσσιπών, πρβλ. και το όνοµα του Οδυσσέως: Ολυσσεύς/Οδυσσεύς > λατινικού Ulisses.
Στην Ισπανία µετέβη και ο ήρωας του Τρωικού πολέµου ∆ιοµήδης, όπου ίδρυσε την πόλη Τούδαι στην βορειοδυτική Ισπανία, κοντά στην Πορτογαλία, στο όνοµα του πατέρα του Τυδέως, υιού του Οινέως, βασιλέως της Αιτωλικής Καλυδώνος και βασιλέως του Άργους. Ήδη ανιχνεύονται πελασγικές αποικίσεις και στις βασκικές χώρες (Ακυϊτανία και χώρα των Βάσκων) όπου ανευρέθησαν και πελασγικά τρίλιθα και πολύλιθα και όπου ο Στράβων σηµειώνει δραστηριότητες «κατά τρόπον ελληνικόν». Στην Ιβηρία έχουν ανασκαφεί και πόλεις προϊστορικές κυκλαδικού τύπου, επαληθεύοντας την πελασγική επέκταση/εγκατάσταση και στην δυτικότατη Ευρωπαϊκή χερσόνησο και στην ενδιάµεση Γαλατία, πέραν της Ιταλικής χερσονήσου.
Άλλωστε και η Τυρρηνία αναφέρεται στον Πλάτωνα ως τµήµα, εντός των Ηρακλείων Στηλών της Ατλαντίδος, ως Επικράτειας του Ποσειδώνος (Άτλας, υιός Ποσειδώνος) ή επωνύµου του Άτλαντος (βασιλέως της Αρκαδίας µε Επικράτεια και στην Μαυρουσία που βγαίνει στον Ατλαντικό και µε όρος Άτλας), γεγονός που επιβεβαιώνει την ύπαρξη της Τυρρηνίας της χώρας ων Τυρρηνών Πελασγών αιώνες πριν την αρχαιολογική ιχνηλάτησή της).
Η χρονολόγηση αυτή αναδεικνύει ως αρχαιότατο και το Πελασγικό αλφάβητο των Τυρρηνών Πελασγών ή Ετρούσκων, ως ευρείας διάδοσης στις πρωτοϊστορικές Επικράτειές τους στην Ευρώπη και την Ασία (πελασγικές τους χώρες στην Θράκη, την Μακεδονία, την Μικρά Ασία-Λυδία) και ως τµήµατος της Ατλαντίδος του Πλάτωνος, η οποία παραδίδεται ως Επικράτεια του Ποσειδώνος, Αρκάδος θεού κατά τον Παυσανία, ο οποίος, στα Αρκαδικά του µαρτυρεί την θεά των Αρκάδων ∆έσποινα, µε ιερό στην Λυκόσουρα, θυγατέρα του Ποσειδώνος και της ∆ήµητρας και επίκληση της θεάς ∆ήµητρας (κατ’ αναλογία της ∆ήµητρας και της κόρης της Περσεφόνης).
Οι Γενεαλογίες των θεών της Αρκαδίας, όπως είδαµε µε εκείνες του θεού Ερµού, υιού του ∆ιός, καθορίζουν τις Επικράτειες και τους ελληνοπελασγικούς βασιλικούς οίκους καταγωγής από τον συγκεκριµένο θεό και τους Πελασγούς της Αρκαδίας όπως ακριβώς συµβαίνει και µε τους Έλληνες βασιλείς ανά περιοχή και πόλη της Ελληνικής Μητροπόλεως και των αρκαδικών ή και εν µέρει αρκαδικών αποικιών της Ελληνικής διασποράς (πρωτογενούς ή δευτερογενούς) µέσω και των διασταυρώσεων των βασιλικών ή αρχηγικών οίκων και εποµένως οιαδήποτε σχετική αναφορά στην Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία, πρέπει να διερευνάται εις βάθος, ως αποκαλύπτουσα πανάρχαια στοιχεία καταγωγής από τους Πελασγούς προγόνους µας και από την κοιτίδατους.
Οι Πελαγοί της Αρκαδίας πέρασαν στο Άργος από τα περάσµατα που αναφέρει ο Παυσανίας και από τις πόλεις της Αρκαδίας προς την Αργολίδα: από τις Υσιές πάνω από το όρος Παρθένιο προς την Τεγεατική γη και προς την Μαντίνεια δια της Πρίνουκαι δια της Κλίµακος. Ο ποταµός Ίναχος ταυτώνυµος του γενάρχου των βασιλέων του Άργους και των Πελασγών του πηγάζει από το Αρτεµίσιο όρος και διασχίζει το σύνορο της χώρας των Αργείων και των Μαντινέων και προχωρεί δια της ΑργολικήςΓης και γι’ αυτό ονοµάζεται Αργείος ποταµός στον Παυσανία.
Οι Αρκάδες έχουν την παράδοση ότι η Ρέα γέννησε τον Ποσειδώνα στο Αργό πεδίο, όπου και η κρήνη Άρνη, που πήρε το όνοµά της από τα πρόβατα / τους άρνας που έβοσκαν γύρω της. Στον Κρόνο η Ρέα ισχυρίστηκε ότι είχε γεννήσει άλογο και του έδωσε να καταπιεί πουλάρι αλόγου αντί του Ποσειδώνος. Ήδη γεννώνται οι παραδόσεις για την σχέση του Ποσειδώνος µε τους ίππους και τις πηγές και οι παραδόσεις όπως στον Στρυµόνα και τον Σκάµανδρο, που σηµειώνει και ο Όµηρος: ζωούς δ’ εν δίνησι καθίετε µώνυχας ίππους. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Αργείοι παλιά πρόσφεραν ίππους στην πηγή ∆ίνη στον Ποσειδώνα, τον θεό των νερών και των ποταµών και των πηγών, και για το πόσιµο νερό της. Η πηγή ∆ίνη βρισκόταν στο Γενέθλιο της Αργολίδος πρβλ. και το επίθετο του Ποσειδώνος :Γενέθλιoς ή Γενέσιος µε νερό από την θάλασσα. Στη ∆ίνη οι Αργείοι καταπόντιζαν άλογα στολισµένα µε χαλινάρια, στις δίνες που έδωσαν το όνοµα στην πηγή των Αρκάδων και των Αργείων, και αυτές στις δίνες περιγράφει ο Θείος Ποιητής των Επών. Ο Παυσανίας αναφέρει και άγιο ιερό της θεάς ∆ήµητρας µετά τα ερείπια της αρκαδικής πόλεως Νεστάνης, στο όρος των Μαντινέων υπέρ το Αργό πεδίο.
Στη θέση Μελαγγεία προς την Κλίµακα και κοντά στην Κρήνη ο Παυσανίας αναφέρει µέγαρο/ναό του θεού ∆ιονύσου και οργάνωση, από τους Μελιαστές, ∆ιονυσιακών τελετών, αλλά και ιερό της Αφροδίτης µελαινίδος και σε δρόµο που περνάει από το όρος Αρτεµίσιο, αναφέρει και ναό µε άγαλµα της Αρτέµιδος. Εν προκειµένω υπενθυµίζεται η µετάβαση, µετά τα Τρωικά, του βασιλέως της Αρκαδίας Αγαπήνορα στην Κύπρο, όπου οίκισε την Πάφο και ίδρυσε ιερό της θεάς Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Η σχέση των Αρκάδων µε την λατρεία του θεού Απόλλωνα προκύπτει από την πληροφορία του Παυσανίου ότι ο υιός του Αρισταίος από την Κυρήνη ετιµάτο ιδιαιτέρως στην Αρκαδία, στην οποία είχε εισαγάγει την µελισσοκοµία και εκ του γεγονότος ότι είχε συµµετάσχει, επικεφαλής Αρκάδων, στην εκστρατεία του ∆ιονύσου στην Ινδική. Συγγενές είναι και το γεγονός της λατρείας της αδελφής του Απόλλωνος θεάς Αρτέµιδος στο Αρτεµίσιο όρος καθώς και η αναφορά του Παυσανίου σε λατρεία, στην Αρκαδία, της θεάς της Κρήτης Βριτοµάρτιος, ευνοούµενης της θεάς Αρτέµιδος. Στην Μαντίνεια αναφέρει ο Παυσανίας ιερό της Λητούς και των παιδιών της. Και εδώ υπενθυµίζεται η µετάβαση του Τεκτάµου υιού του ∆ώρου µε Αιολείς και Πελασγούς από την Πελοπόννησο προς την Κρήτη, για ίδρυση δωρικού βασιλείου στην Κρήτη, δωρική και πελασγική και αρκαδική (ίδρυση Κυδωνίας) µε τον υιό του Τεκτάµου τον Αστέριο να νυµφεύεται την Ευρώπη, απόγονο της Αργείας Ιούς στην Ελληνική Φοινίκη, µητέρα του πρώτου Μίνωος.
Ήδη τεκµαίρεται η συµµετοχή Πελασγών, ∆ωριέων και Αρκάδων στην Μινωική θαλασσοκρατορία, αλλά και την Μυκηναϊκή αυτοκρατορία και η αρχαιότατη επέκτασή τους στην Ασία και δια των ελληνικών νησιών των Κυκλάδων, της Ρόδου και της Κύπρου και δια διασταυρώσεως των αρκαδικών µινωϊκών και µυκηναϊκών Γενεαλογιών και µε τις Πελασγικές Επικράτειες της Αργείας Ιούς στην Μικρά και Πρόσω Ασία και την περιµεσογειακή Αφρική. Είναι σηµαντικό, εν προκειµένω ,να υποµνηθεί ότι η Αύγη, θυγατέρα του βασιλέως της Αρκαδίας Αλεού, αδελφή του Λυκούργου, του Αµφιδάµαντος και του Κηφέως, µητέρα του Τηλέφου από τον Ηρακλή, βασίλεψε στην κοιλάδα του Καΰκου, ο οποίος ρέει ανατολικά της Περγάµου και εκβάλλει στο Αιγαίο απέναντι από την Λέσβο, στην Τευθρανία του συζύγου της Τεύθραντος, απογόνου του θεού Άρεως, ο οποίος και κληροδότησε το βασίλειο του στον Ηρακλείδη Τήλεφο, σύµµαχο του Πριάµου κατά τα Τρωικά. Ο Αλεός ίδρυσε στην Τεγέα ναό της θεάς Αθηνάς Αλέας, στην πρωτεύουσα του βασιλείου του. Ο Αγκαίος, υιός του Λυκούργου, έλαβε µέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και τον πλουν του Ιάσονος στην χώρα των Κόλχων και αργότερα στην θήρα του Καλυδωνίου Κάπρου.
Ο Έχεµος ,εγγονός του αδελφού του Λυκούργου Κηφέως, σκότωσε, στον Ισθµό σε µονοµαχία τον Ηρακλείδη Ύλλο, υιό του Ηρακλέους και της Αιτωλίδος ∆ηιανείρας κατά την κάθοδο/επιστροφή των ∆ωριέων και Ηρακλειδών από την Μακεδονία(Πίνδο) στην κοιτίδα των Πελασγών στην Πελοπόννησο (ο βασιλεύς των ∆ωριέων Αιγιµιός, σύµµαχος του Ηρακλέους, είχε υιοθετήσει τον Ύλλο).
Ο Ιππόθοος του Κερκυόνος του Αγαµήδα του Στυµφήλου µετέφερε την πρωτεύουσα του αρκαδικού βασιλείου από την Τεγέα στην Τραπεζούντα.
Αξιοσηµείωτο είναι ότι ο Έχεµος είχε νυµφευθεί την Τιµάνδρα, αδελφή της Κλυταιµνήστρας του Αγαµέµνονος και της Ελένης του Μενελάου και ότι ο Ορέστης, υιός του Αγαµέµνονος και πατέρας του τελευταίου αυτοκράτορος των ΜυκηνώνΤισσαµενού, µετοίκησε από τις Μυκήνες στην Αρκαδία (Τεγέα) µετά από χρησµό του δελφικού Απόλλωνος, γεγονός που πιθανώς σχετίζεται και µε την µεταφορά της πρωτεύουσας.
Ο κατάλογος των Νεών, µε συµµετοχή Αρκάδων από την Κυλλήνη, τη Φενεό, τον Ορχοµενό, τη Ρίπη, την Στρατίη, την Ενίσπη, την Τεγέα, την Μαντίνεια, την Στύµφηλο και την Παρρασίη, µαρτυρεί ενότητα όλων των βασιλικών τους οίκων.