ΚΥΘΝΟΣ: 9.000 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΕΛΕΝΗ ΩΡΕΙΘΥΙΑ ΚΟΥΛΙΖΑΚΗ

by Adrian Bezouglof
Κοινοποιήστε

KΥΘΝΟΣ – 9.000 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η Κύθνος στην αρχαιότητα
Πριν από 30.000.000 έτη, λαμβάνει χώρα η ανάδυση της Αιγηίδος από τα βάθη της θαλάσσης. Η Αιγηίς ήταν μια ενιαία μάζα ξηράς από το Ιόνιο έως την Μικρά Ασία και τα νότια παράλια της Κρήτης. Υπήρξε σημαντικότατη κοιτίδα πολιτισμού, η οποία όμως καταποντίσθηκε (10.000 – 7.000 π. Χ.), με αποτέλεσμα οι υψηλότερες κορυφές των ορέων της να παραμείνουν ως νήσοι, που αποτελούν σήμερα το σύμπλεγμα των Κυκλάδων.
Το όνομά τους οι Κυκλάδες το οφείλουν στην ιερά νήσο Δήλο εξ αιτίας της κυκλικής διατάξεώς τους γύρω από αυτήν, σε αντιδιαστολή με τα απομακρυσμενα από αυτήν νησιά του Αιγαίου, που αποκαλούνται Σποράδες. Στην Δήλο κατέφυγε η έγκυος από τον Δία Λητώ, κυνηγημένη από τον Πύθωνα που έστειλε να την καταδιώκει η θυμωμένη Ήρα. Σε αυτό το μέρος μόνο μπόρεσε να βρει καταφύγιο και να γεννήσει τον Ήλιο – Απόλλωνα και την Σελήνη – Άρτεμη. Μετά την γέννησή τους, η άδηλος (αφανέρωτη) νήσος έγινε «δήλος», δηλαδή «φανερή» και πλημμύρισε φως. Άξια αναφοράς είναι η ονομασία του όρους της Δήλου, που ονομάζεται… «Κύθνος» (ή «Κύνθος» με αναγραμματισμό)! Από το όρος αυτό παρακολούθησε την γέννηση των τέκνων του ο Ζευς, ενώ σε αυτό έφτιαξε επίσης βωμό ο ίδιος ο Απόλλων με τα κέρατα των ζώων που είχε σκοτώσει η δίδυμη αδελφή του, η ιοχέαιρα Άρτεμις.
Η νήσος Κύθνος, στην οποία ελατρεύοντο η ελικοβλέφαρος Αφροδίτη, και κυρίως ο ακερσεκόμης Απόλλων, ονομάζεται και ¨Θέρμα¨ ή ¨Θερμιά¨ («Θηραμνία νῆσος» κατά τον Μελέτιο), λόγω των παγκοσμίως γνωστών ιαματικών πηγών της. Συνειρμικά, μας έρχεται στον νου και η ονομασία των Θερμοπυλών (Θερμαὶ Πύλαι), όπου η θεά Αθηνά έδωσε εντολή στον θεό Ήφαιστο να δημιουργήσει σε εκείνο τον χώρο τα ιαματικά λουτρά για να ξεκουράζεται από τους άθλους του ο ήρωας Ηρακλής.
Η λατρεία της σπουδαίας θεάς του Κάλλους, της Αφροδίτης, στο νησί επιβεβαιώθηκε από την εύρεση ενεπίγραφης βάσης κοντά στο λιμάνι, η οποία αναφέρει το όνομά της. Εύλογο, καθώς η ενέργεια της Αφροδίτης είναι αναγκαία ακόμα και για να ευοδωθεί η γονιμότητα της φύσης ολόκληρης. Οι Κύθνιοι είχαν ανάγκη την εύνοιά της, εφόσον λόγω των ελαχίστων πηγών ύδατος (ένα πρόβλημα που παραμένει μέχρι σήμερα) η καλλιέργεια της γης ήταν δυσχερής. Αναφέρεται χαρακτηριστικά σε απόσπασμα από άγνωστο δράμα του Ευριπίδη, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο 13 του Αθήναιου:
«Δεν βλέπεις τι λογής θεά είναι η Αφροδίτη; Ούτε να πεις μπορείς ούτε και να μετρήσεις πόσο είναι μεγάλη κι ως πού φτάνει. Εκείνη τρέφει κι εσέ κι εμέ και τους θνητούς πάντες. Δεν θα το μάθεις μόνο με τα λόγια, μ’ έργα της δύναμής της θα σου δείξω: λαχταρά η Γη την βροχή όταν ξερό τον τόπο έχει, άκαρπη απ ’τη στέγνα του νερού και στερημένη. Και λαχταρά ο σεβάσμιος Ουρανός, βροχή γεμάτος, στη Γη να πέσει, χάρη στην Αφροδίτη».
Η ιδιαίτερη λατρεία του Απόλλωνος δικαιολογείται και χάρη στον Δρύοπα, μυθικό γενάρχη των Δρυόπων, ο οποίος ήταν υιός του θεού του Φωτός. Κατά τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο ηγέτης των Δρυόπων που μετανάστευσαν από την Εύβοια στην Κύθνο ονομαζόταν Κύθνος και από αυτόν έλαβε την ονομασία του το νησί. Το πρώτο όνομα του νησιού ήταν «Οφιούσα», λόγω των πολλών φιδιών που υπήρχαν εκεί.
Οι Δρύοπες έλαβαν το όνομά τους α) από την λέξη «δρῦς» = βελανιδιά, επειδή ήταν άνδρες των δασών (δρυμώνων) / Δρυοπίς: η χώρα με τις βελανιδιές, β) από τον βασιλέα Δρύοπα, που σύμφωνα με την Μυθολογία η μητέρα του τον έκρυψε κάτω από ένα κλωνάρι βελανιδιάς όταν γεννήθηκε. Το αρχέγονο αυτό πελασγικό φύλο κατοικούσε αρχικώς μεταξύ Οίτης και Παρνασσού στην άνυδρη Δρυοπίδα, ενώ αργότερα, αφού εκδιώχθηκε από τους Μαλιείς και τους Δωριείς του Ολύμπου και της Όσσας, κατέλαβε την Ήπειρο και μετανάστευσε ανάμεσα σε άλλες περιοχές και στην Κύθνο.
Η πρώτη σημαντική επαφή, ωστόσο, των Κυθνίων – προ Δρυόπων – υπήρξαν οι Μινωίτες της Κρήτης (1700 π. Χ. – 1450 π. Χ.), ενώ στην συνέχεια (1.500 – 1.100 π. Χ.) οι Κύθνιοι επηρεάζονται από τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Στην νήσο είχαν καταφθάσει οι Κάρες, τους οποίους εν τέλει διώκουν οι επί Μίνωα Κρήτες. Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις έχουν, επίσης, αποδείξει πως την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3.000 -2.000 π.Χ) η Κύθνος προμήθευε την πρώτη ύλη για την κατασκευή μεταλλικών αντικειμένων στο προϊστορικό Αιγαίο.

Στο έργο «Περί Κυθνίων πολιτείας» (338 π.Χ.) , που δυστυχώς δεν διασώζεται σήμερα, ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την Κύθνο ως πρότυπο πολιτισμού και πόλη προς μίμηση (ίσως επειδή οι Κύθνιοι είχαν πάρει το μέρος του Φιλίππου εναντίον των Αθηναίων με την άνοδο της μακεδονικής δύναμης), ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές στα ιαματικά της ύδατα ελούετο η Ιασώ, η θυγατέρα του θεού της Ιατρικής Ασκληπιού. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως οι λέξεις ¨ιαματικό¨ και ¨Ιασώ¨ προκύπτουν από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ἰάομαι» που σημαίνει «θεραπεύω». Από το θέμα αυτό έχουμε και τις λέξεις «ιατρός», «ίαμα», «ίαση» και «ίασμος» (γιασεμί), o οποίος έχει πάμπολλες θεραπευτικές ιδιότητες.
Στο Βρυόκαστρο, την αρχαία πόλη της Κύθνου, διασώζονται τείχη από γρανίτη που περικλείουν έκταση περίπου 285 στρεμμάτων, βάσεις βωμών, θεμέλια ναών αλλά και λείψανα αρχαίου θεάτρου. Σημαντική ανακάλυψη αποτελεί το ενεπίγραφο σήμα των μέσων του 7ου αι. π.Χ. που ευρέθη στο αρχαίο νεκροταφείο, καθώς αποτελεί την πρώτη αρχαϊκή επιγραφή (δωρικής διαλέκτου) που έρχεται στο φως στο νησί. Επίσης, άξιοι αναφοράς είναι οι τριγωνικοί ενάλληλοι πύργοι του βορείου σκέλους του τείχους, οι οποίοι είναι μοναδικοί στον ελλαδικό χώρο.
Στον χώρο του Βρυοκάστρου έχουν βρεθεί και περισσότερες από είκοσι πέντε υπόγειες δεξαμενές, οι οποίες γέμιζαν με όμβρια ύδατα. Η αρχαία πόλη υδρευόταν με υπόγειο αγωγό από την πηγή στην θέση Τρύπιο, ενώ από το αρχαίο υδραγωγείο σώζονται τρεις παράλληλες στοές λαξευμένες στον φυσικό βράχο.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει το σπήλαιο «Καταφύκι» στην Δρυοπίδα, του οποίου η ονομασία πιθανότατα προκύπτει από την λέξη «καταφύγιον». Πρόκειται για ένα λίαν καθαρό και στεγνό σπήλαιο, καθώς το βουνό είναι από αμμόλιθο και σχιστόλιθο. Το έδαφός του είναι τελείως επίπεδο και σε ελάχιστα μέρη όπου διαπερνούν το βουνό στρώματα από ασβέστη και μάρμαρο έχουν σχηματισθεί ωραίοι σταλακτίτες. Η περιοχή ονομάζεται και «Σύλλακα», με πιθανότερη την ετυμολόγηση της σύνθετης λέξεως εκ της προθέσεως «σύν» (μαζί) και της λέξεως «λάκκος» (λίμνη, δεξαμενή). Η διαμόρφωση του σπηλαίου οφείλεται στην χρόνια διάβρωση του βουνού από έναν δυνατό χείμαρρο και η κοιλάδα μέσα στην οποία βρίσκεται το χωριό κάποτε ήταν λίμνη. Το νερό της πέρασε μέσα στην σπηλιά και όταν η κοιλάδα κατοικήθηκε, παρέμεινε στους ανθρώπους η ανάμνηση της αρχικής παραστάσεως του μέρους.

Ο προϊστορικός οικισμός
Στην περιοχή του Μαρουλά Κύθνου – που είναι και η αρχαιότερη θέση του νησιού – εντοπίζεται ο προϊστορικός οικισμός, ο οποίος χρονολογείται περίπου στα 9.000 – 8.000 έτη π.Χ. Ο Μαρουλάς βρίσκεται στην ΒΑ ακτή και χρονολογείται στην Μεσολιθική περίοδο, αποτελώντας την αρχαιότερη εγκατάσταση των Κυκλάδων, ενώ παράλληλα είναι ο μοναδικός υπαίθριος οικισμός εκείνης της περιόδου που έχει βρεθεί στον ελλαδικό χώρο.
Κατά την διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου (9.000 – 6.000 π.Χ.) πραγματοποιείται μια σημαντική μετάβαση: οι άνθρωποι περνούν από το θηρευτικό-συλλεκτικό στάδιο (κυνήγι και συλλογή καρπών) στο παραγωγικό στάδιο (καλλιέργεια της γης και εξημέρωση ζώων). Συγκεκριμένα, στην Μεσολιθική εποχή ο άνθρωπος κατεργάζεται επιδεξιότερα τον λίθο, εξημερώνει τον σκύλο και οργανώνει αποτελεσματικότερα το κυνήγι και το ψάρεμα. Στα ευρήματα της αρχαιολογικής ανασκαφής υπήρξαν μεταξύ άλλων και αγκίστρια κατασκευασμένα από κόκκαλο, γεγονός που αποδεικνύει πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν δεινοί αλιείς. Λογικό επακόλουθο της μεταβολής αυτής στην ζωή των ανθρώπων ήταν και η δημιουργία μόνιμης κατοικίας και η συγκρότηση μικρών οικισμών. Έναν τέτοιο οικισμό αποτελεί και η θέση Μαρουλάς.
Ο οικισμός εντοπίστηκε από έναν ανθρωπολόγο (Honea 1975), ο οποίος εκτίμησε την σπουδαιότητα αυτού του Μεσολιθικού οικισμού. Ωστόσο, συγκεκριμένοι ειδήμονες στον χώρο της προϊστορικής αρχαιολογίας είχαν θέσει ερωτήματα σχετικά με μια τόσο πρώιμη προϊστορική κατοίκηση στο Αιγαίο, ειδικά στις Κυκλάδες, χρησιμοποιώντας σαν επιχείρημα τις περιορισμένες πηγές τροφής. Παρ’ όλα αυτά, είναι εξακριβωμένο πως οι Κυκλάδες παρείχαν πηγές τροφής, όπως τα δημητριακά, καθώς και νερό.

ΤΟ ΚΑΒΕΙΡΙΟ ΤΗΣ ΚΥΘΝΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΚΑΛΕΣΑΝ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ

 Επιπροσθέτως, στα νησιά προφανώς άνθιζε και η αλιεία.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν τα 1996 και έπειτα από μια διακοπή αρκετών ετών συνεχίστηκαν το 2001. Παρόλο που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και νέα ευρήματα είναι πιθανό να ανακαλυφθούν, είναι εύκολο να οδηγηθούμε σε κάποια ασφαλή πορίσματα. Είναι φανερό πως οι άνθρωποι που κατοικούσαν στον οικισμό είχαν ως κύρια βιοποριστική ενασχόλησή τους την αλιεία, την συλλογή καρπών και την θήρα μικρών ζώων ή πουλιών, καθώς η ανασκαφή δεν έφερε στο φως οστά μεγάλων ζώων. Επίσης, οι ανασκαφές έφεραν στο φως κυκλικές κατοικίες, τάφους και έναν ανθρώπινο σκελετό κοντά στον οποίο βρέθηκαν λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο, χαλαζία και οψιανό. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν οψιανό αρκετά συχνά αποδεικνύει ότι είχαν εύκολη πρόσβαση στην Μήλο. Η Κύθνος θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί ως ένα κομμάτι της αλυσίδας ανάμεσα στην Μήλο και την κεντρική Ελλάδα, όσον αφορά το εμπόριο του οψιανού (Μήλος – Κίμωλος – Σίφνος – Σέριφος – Κύθνος – Κέα – Αττική – Αργολίδα).
Η σπουδαιότητα της ανακάλυψης του οικισμού είναι τεράστια, εφόσον ανάγεται στο μεσολιθικό μοντέλο, στο οποίο ανήκουν και το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα στις βόρειες Σποράδες αλλά και το σπήλαιο Φράγχθι στο σύγχρονο χωριό Κοιλάδα Ερμιονίδας του νομού Αργολίδας. Όπως τονίζει ο καθηγητής Αδαμάντιος Σάμψων του Πανεπιστημίου Αιγαίου: «Η σημασία του μεσολιθικού οικισμού της Κύθνου είναι μεγάλη, γιατί για πρώτη φορά εμφανίζεται μια μεσολιθική υπαίθρια θέση με χτιστές κατασκευές στον ελληνικό χώρο και μάλιστα στην περιοχή του Αιγαίου».
Μια τέτοια ανακάλυψη είναι σπουδαία, γιατί καταδεικνύει πως ο ελληνικός χώρος κατοικήθηκε από τους πρώτους σύγχρονους ανθρώπους (Homo sapiens) ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ευρώπη και όχι αργότερα, όπως ήταν η επικρατέστερη άποψη μέχρι προσφάτως. Η ελληνική προϊστορική κατοίκηση καθιστά, επομένως, τον ελληνικό χώρο οργανικό και βασικό μέρος του ευρωπαϊκού παλαιολιθικού και μεσολιθικού πολιτισμού.
Στην χώρα μας μέχρι προσφάτως διαπιστωνόταν ένα φοβερό κενό μεταξύ Παλαιολιθικής και Νεολιθικής εποχής. Οι πολύ πρόσφατες μεσολιθικές ανακαλύψεις όμως (σπήλαιο Φράχθι, Βοίβη Θεσσαλίας, Σιδάρι Κέρκυρας, Μαρουλάς Κύθνου) καλύπτουν πλέον το κενό αυτό και αποδεικνύουν πως η μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς να προϋπάρχει ένα προγονικό πληθυσμιακό στοιχείο, το οποίο προετοιμαζόταν και ήταν καθ’όλα έτοιμο για να μεταβεί στο νέο αυτό στάδιο.
Ίσως είναι καιρός να πάψουμε πια να αποδεχόμαστε αβασάνιστα απόψεις και θεωρίες που υποστηρίζουν την καθυστερημένη χρονικά εμφάνιση του προϊστορικού ελληνικού πολιτισμού. Τα νέα επιστημονικά τεκμήρια και οι αρχαιολογικές αποδείξεις φανερώνουν ακριβώς το αντίθετο, την συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στον ίδιο χώρο και μοιάζουν να μας ταρακουνούν, σαν να μας φωνάζουν: «Η προϊστορία σου είναι άλλη από αυτή που σου διδάσκουν, Έλλην! Ψάξε, μάθε, αναζήτησε τις απαρχές σου! Η πραγματική σου ιστορία είναι πολύ πιο αρχαία από ό,τι σου μαθαίνουν πως είναι…». Ίσως είναι καιρός να πάψουμε να δεχόμαστε αβασάνιστα αβάσιμους όρους, όπως «προέλληνες» και «ινδοευρωπαίοι». Πλέον είναι ολοφάνερο από τις αποδείξεις που υπάρχουν πως δεν υφίσταται «ινδοευρωπαϊκό» φύλο, αντιθέτως το ελληνικό φύλο είναι αυτό που πρώτο ταξίδεψε στις πέριξ περιοχές και πως δεν υπάρχουν «προέλληνες» (όπως δεν υπάρχουν «προαιγύπτιοι» και «προφοίνικες»), αλλά «Πρωτοέλληνες».
Ο αρχαιολόγος Δημήτριος Θεοχάρης υποστηρίζει συγκεκριμένα: «Η επίμονη όσο και αστήρικτη επιστημονικά πίστη για την πρωϊμότητα του πολιτισμού στην Αίγυπτο, επηρέασε για μεγάλο διάστημα και την χρονική αποτίμηση της ελληνικής Προϊστορίας: Για να μην επηρεαστεί το όριο του 3.000 π.Χ. (=αρχή των ιστορικών δυναστειών της Αιγύπτου), έπρεπε να συμπτυχθούν οι φάσεις της εξέλιξης στην Ελλάδα. Έτσι η αρχή του «Πολιτισμού του Σέσκλου» μόλις ανέβαινε το 3.000 π.Χ., ενώ η ραδιοχρονολόγηση δίνει σήμερα (1976) κατά δύο χιλιετίες πιο υψηλή χρονολόγηση».
Ακόμη και ο ίδιος ο Τρωικός πόλεμος έχει μετατεθεί στο 1200 π.Χ. , ενώ σύμφωνα με τον κύριο Κουτρουβέλη στο βιβλίο του «Η αναχρονολόγηση της Προϊστορίας» συνέβη το 3.100 π.Χ. Φαίνεται, όμως, πως είναι δύσκολο εγχείρημα να ξεφύγουμε από την κατάρα που κατατρύχει το ελληνικό φύλο… «Ὤ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές εστε…» ανεφώνησε ο Αιγύπτιος ιερεύς, εννοώντας πως από τις καταστροφές αλλά και από άλλους παράγοντες οι Έλληνες συνεχώς ξεχνούν την ιστορία τους, που χάνεται στο απώτατο παρελθόν…

Η διάλεκτος των Κυθνίων
Συνήθεις είναι οι αναγραμματισμοί στην διάλεκτο της Κύθνου. Για παράδειγμα, η λέξη «κρομοποδιά» (μακριά πουκαμίσα, μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς) δεν είναι παρά η λέξη κορμοποδιά, με πρώτο συνθετικό την λέξη «κορμός». Επίσης, το ρήμα «γρωνίζω» είναι το ρήμα «γνωρίζω» αναγραμματισμένο.
Συναντάμε, επίσης, την λέξη «ίντα» αντί της λέξεως «τι», το οποίο αποτελεί και κρητικό ιδίωμα. Πολύ συχνά οι συλλαβές «τσου», «τσε», «τσοι» χρησιμοποιούνται αντί των συλλαβών «κου», «κε», «κοι» (π.χ. «τσεφαλή», «τσοιλιά»). Επίσης, το ρήμα «έρχομαι» στον αόριστο δίνει τον τύπο «ήρχα» αντί για τον τύπο «ήλθα» και έχουμε λέξεις όπως «ήρχες» (ήλθες) και «ήρχενε» (ήλθε), καθώς συνήθης είναι και η προσθήκη του «-νε» στο τέλος των λέξεων. Ο πληθυντικός της λέξεως «φως» είναι «τα φώσια» και , παράλληλα, το τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού λήγει σε «–ουν» και «–αν».
Οι ιαματικές πηγές των Λουτρών είναι εν συνόλω τρεις. Η μία εξ αυτών ονομάζεται «Κάκκαβος». Η ονομασία της προέρχεται από το ρήμα «κάω» / «καύω», από όπου έχουμε αναδιπλασιασμό του θέματος «καυ-», αλλά πιθανότατα χάριν ευφωνίας το πρώτο θέμα ετράπη σε «κακ-» (πρβλ. «κακκαβιά). Το αρχικό θέμα «ΚΑΥ» προέρχεται από το αρχαιότατο θέμα «ΚΑF», όπου «F» είναι το αρχαίο ελλληνικό γράμμα δίγαμμα, του οποίου η προφορά ήταν ένας ήχος ανάμεσα σε «φ» και «β». Από εκεί έχουμε και την λέξη «Κάβειρος», που μας παραπέμπει στα αρχαιότατα Καβείρια Μυστήρια και τους Καβείρους, τους υιούς του Ηφαίστου, του θεού της φωτιάς. Ευνόητη είναι, λοιπόν, η προέλευση του ονόματος της θερμής πηγής από το ρήμα που σημαίνει «καίω». Το εντυπωσιακό είναι πως μέχρι και σήμερα οι εντόπιοι παίδες, όταν τοποθετούν το χέρι τους στο ζεστό νερό της πηγής αναφωνούν «καύει!»… ολοφάνερο σημάδι της διαχρονικότητας της ελληνικής γλώσσης.
Ελένη – Ωρείθυια Κουλιζάκη

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΦΟΥΝΤΗ

*Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Ιάκωβο Κλάρα και το κατάλυμα Porto Klaras www.porto-klaras.gr στα Λουτρά Κύθνου για την παραχώρηση πρόσβασης στην πολύτιμη βιβλιοθήκη του, την στήριξη και την αρωγή στην συγγραφή του άρθρου. Οι πανέμορφες φωτογραφίες από το νησί της Κύθνου είναι του φωτογράφου ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΦΟΥΝΤΗ.

Γενική Επιμέλεια άρθρου & Αρχαιολογικό Υλικό απο το αρχείο: ΝΑΥΣΙΝΟΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ADAMANTIOS SAMPSON – JANUSZ K. KOSLOWSKI – MALGOTSZATA KASZANOWSKA – BASSILIKI GIANNOULI, THE MESOLITHIC SETTLEMENT AT MAROULAS, KYTHNOS, 2002
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΣΑΜΨΩΝ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
IDA HAUGSTED, Η ΚΥΘΝΟΣ, 1987
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΑΙΟΣ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΘΝΟΥ, 1998
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΖΑΡΑΚΗ ΑΙΝΙΑΝΟΣ, ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΚΥΘΝΟ-ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΥΘΝΟΥ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ 1993
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΕΤΡΑΚΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ 1995, ΑΘΗΝΑΙ 1996
ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΙΩ. ΜΑΖΑΡΑΚΗ, Η ΚΥΘΝΟΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΑΘΗΝΑΙ 1938
www.kythnos.gr/el/content/history/archaelogicalsites
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ – ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ – ΚΑ’ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ – ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ, ΚΥΘΝΟΣ – ΒΡΥΟΚΑΣΤΡΟ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΣΚΑΦΗ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΤΑΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΕΛΕΥΣΙΣ, 2004
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ρ. ΘΕΟΧΑΡΗ, ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1993


Κοινοποιήστε

You may also like