Ὁ «Πίναξ» ἤ «Τό Χρυσοῦν Ἐγκόλπιον» τοῦ Κέβητος
Ὁ «Πίναξ» ἀποτελεῖ ἔργο τό ὁποῖο ἀποδίδεται στόν Κέβητα, μαθητή τοῦ Πλάτωνος. Πρόκειται περί διδασκαλίας ἀναφερομένης στό «εὖ ζῆν», στήν ζωή τήν σύμφωνη μέ τά πρότυπα τῆς Ἀρετῆς καί τῆς ὀρθῆς παιδείας.
Εἶναι, ὡστόσο, ἔργο ξεχωριστό, καθώς κατορθώνει να μυεῖ τόν ἀναγνώστη διά τῆς μεθόδου τῆς ἀλληγορίας. Ἐπιτυγχάνεται μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ μυητική πορεία διά μέσου τῆς δημιουργίας νοητικῶν εἰκόνων καί ἀναπαραστάσεων καί ὄχι διά τῆς ἁπλῆς παραθέσεως κανόνων καί προτύπων.
Στό ἱερό τοῦ Κρόνου ( ὁ Κρόνος συχνά ὁρίζεται καί ὡς Χρόνος) , ἐντοπίζεται ἕνας πίνακας, μία ἀλληγορική εἰκόνα. Ἕνας γέρων καταφθάνει καί ἐπεξηγεί τήν εἰκόνα στό κοινό πού τήν παρατηρεῖ και πού ἐκφράζει ἀπορία σχετικά μέ αὐτήν. Τούς ἐπισημαίνει , ὡστόσο, πώς ἐπιβάλλεται νά ἐπιδείξουν τήν δέουσα προσοχή καθώς ἄν κατανοήσουν τά λεγόμενά του θά καταστούν εύδαίμονες, ἐνώ διαφορετικά θά παραμείνουν ἀμαθεῖς καί δυστυχεῖς.
Παρατηροῦμε, ἑπομένως, ἐδώ ἕνα ἕτερο «μονοπάτι τῆς Ἀρετῆς καί τῆς Κακίας» τοῦ Ἡρακλέους. Ὅπως ἀκριβώς ὁ Ἡρακλῆς ἔπρεπε νά ἐπιλέξει ἀνάμεσα σέ αὐτές τίς δύο προσωποποιημένες ἡθικές ἔννοιες, παρομοίως καί οἱ ἀκροατές τοῦ σοφοῦ γέροντος καλοῦνται νά ἐπιλέξουν τήν ὁδό τῆς εὐδαιμονίας ἤ τήν ὁδό τῆς ἀπώλειας.
Ὁ γέρων τονίζει πώς δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεί τό μήνυμα τοῦ πίνακος. Ἀναφέρει στό κοινό: «καί ἀπό τούς ντόπιους πολλοί δέν καταλαβαίνουν τό νόημα αὐτῆς τῆς ἱστορίας» («Οὐδέ γάρ τῶν ἐπιχωρίων πολλοί οἴδασι , τί ποτε αὕτη ἡ μυθολογία δύναται»).
Ἀκόμη καί οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ἐξοικειωμένοι μέ τήν εἰκόνα καί ἔχουν τήν εὐκαιρία νά τήν παρατηρούν συνεχῶς, δέν δύνανται νά τήν κατανοήσουν καί νά τήν ἀποκωδικοποιήσουν. Τήν ἴδια τήν Γνώση παρομοίως οἱ άνθρωποι, ἄν καί συναντοῦν ψήγματά της καί τά μελετοῦν, δέν εἶναι εὔκολο νά τήν κάνουν κτῆμα τους, καθ’ ὅτι δύσβατο τό μονοπάτι τῆς Γνώσεως…
Παρομοιάζει δε ὁ γέρων τήν ἑρμηνεία τοῦ πίνακος μέ τό αἴνιγμα τῆς Σφιγγός. Ἠ ἀφροσύνη, ὅπως ἀκριβώς καί ἡ Σφίγξ, καταστρέφει ὅσους δέν ἑντοπίζουν τίς σωστές ἀπαντήσεις στά ἔξής βασικά ἐρωτήματα τῆς ζωῆς: τί εἶναι ἀγαθό, τί εἶναι κακό καί τί ἀδιάφορο για τήν ζωή μας («Αἰνίττεται δε τάδε, τί άγαθόν, τί κακόν, τί οὔτε άγαθόν οὔτε κακόν ἐστιν ἐν τῶ βίῳ».)
Σέ αὐτό τό σημεῖο χρήσιμο εἶναι νά σταθοῦμε ἰδιαιτέρως. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δεν εἶναι σε θέσιν νά διαχωρίζει τό ἀγαθό ἀπό τό κακό, τότε συνεχῶς θα εἶναι ἔρμαιο τῆς ἀπάτης. Παράλληλα , ἐξίσου σημαντικό εἶναι νά διαχωρίσει ὁ ἄνθρωπος τά σπουδαῖα ἀπό τά ἀδιάφορα θέματα στήν ζωή του. Ἐάν ἀναλώσει τήν ἐνέργειά του σε εὐτελή θέματα πού τόν ἀποσποῦν ἀπό τόν στόχο του, κινδυνεύει νά μήν ἐξελιχθεῖ ψυχικῶς καί πνευματικῶς. Τήν ἀπάντησιν στό ἐρώτημα «ποιός ὁ στόχος τοῦ ἄνθρώπου» μᾶς τήν ἔχει δώσει φυσικά ὁ μέγας Σωκράτης… δέν εἶναι παρά ἡ περίθαλψις τῆς ψυχῆς.
Ὁ πίνακας ἀναπαριστά τρεῖς περιβόλους, ὅπου ὁ μεγαλύτερος περικλείει δύο μικρότερους, ἕναν μεγάλο καί ἕναν μικρό. Ἔξω ἀπό τήν πύλη τοῦ πρώτου περιβόλου στέκεται πολύς ὄχλος, ἑνώ μέσα σε αὐτόν διακρίνεται πλῆθος ἀπό γυναῖκες. Ὅλος αὐτός ὁ τόπος , ὅπως ἐπεξηγεί ὁ γέρων, ὀνομάζεται Βίος καί ὁ ὄχλος εἶναι οἱ ψυχές που πρόκειται να εἰσέλθουν στόν Βίο.
Ἕνας γέρων πού ἐμφανίζεται στόν πίνακα, ὁ ὁποῖος φέρει τό ὅνομα «Δαίμων», βρίσκεται πάνω ἀπό αὐτούς καί κρατάει ἕναν χάρτη δείχνοντάς τους τόν σωστό δρόμο. Καί φυσικά, ὁ Δαίμων εἶναι αὐτός που μᾶς κατευθύνει ὀρθῶς, καθώς εἶναι ἡ ἐσωτερική μας φωνή, ὁ Ανώτερος Εαὐτός μας (ή λέξις «δαίμων» προήλθε ἀπό τήν λέξιν «δαήμων» καί σημαίνει «αὐτός πού γνωρίζει, ὁ σοφός»).
Νά ἐπισημανθεί σε αὐτό τό σημεῖο πως τό «δαιμόνιον» τοῦ Σωκράτους δέν ὑπήρξε ποτέ προτρεπτικόν, παρά μόνον ἀποτρεπτικόν. Ἐπεσήμαινε πάντοτε ὄχι αυτό πού ἔπρεπε νά ἐπιτευχθεῖ, ἁλλά αὐτό πού ἔπρεπε νά ἀποφευχθεῖ.
Κοντά στήν πύλη ἀπό τήν ὁποῖα εἰσέρχεται στόν Βίο ὁ ὄχλος, κάθεται σε ἕνα κάθισμα μία γυναίκα «μέ προσποιητό ἦθος, ὥστε νά φαίνεται πιστευτή» («…γυνή πεπλασμένη τῶ ἤθει καί πιθανή φαινομένη») καί στά χέρια της κρατάει ἕνα ποτήρι. Πρόκειται περί τῆς Ἀπάτης, ἡ ὁποῖα ποτίζει ὅποιον εἰσέρχεται στόν Βίο με πλάνη. Ὅλοι ἀπό τούς ἀνθρώπους πίνουν, ἄλλοι περισσότερο καί ἄλλοι λιγότερο.
Ἡ εἰκόνα αὐτή μᾶς φέρνει στόν νοῦ μία ἄλλη παρεμφερή εἰκόνα, ἡ ὁποῖα διασώζεται σέ ἀπόσπασμα ὀρφικῆς πινακίδος. Εἶναι ἡ εἰκόνα ἡ ὁποῖα περιγράφει τό ταξίδι τῆς ψυχῆς ἀφού ἀφήσει τό φῶς τοῦ Ἡλίου καί κατευθυνθεί πρός τό μέρος ὅπου εὑρίσκονται δύο πηγές: ἡ πηγή τῆς Λήθης καί ἡ πηγή τῆς Μνημοσύνης. Οἱ ψυχές κατευθυνόμενες πρός αὐτές εἶναι πολύ διψασμένες καί ὅσες εἶναι ἐγκρατεῖς θα ἔχουν τήν ὑπομονή νά πιοῦν ἀπό τήν δεξιά πηγή, τῆς Μνημοσύνης, ἡ ὁποῖα φυλάσσεται ἀπό φρουρούς. Σε αὐτούς ὀφείλουν να ποῦν τά ἑξής λόγια: «Γῆς παῖς εἰμί καί οὐρανοῦ ἀστερόεντος. Αὐτάρ ἐμοί γένος οὐράνιον. Τόδε δ᾽ ἴστε καὶ αὐτοί. Δίψηι δ᾽ εἰμὶ αὔη καὶ ἀπόλλυμαι. Ἀλλὰ δότ᾽ αἶψα ψυχρὸν ὕδωρ προρέον τῆς Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης» (Τῆς Γῆς εἶμαι παιδί καί τοῦ ἔναστρου Οὐρανοῦ. Τό γένος μου εἶναι οὐράνιο. Αὐτό τό γνωρίζετε καί ἐσεῖς. Ἔχω στεγνώσει ἀπό τήν δίψα καί χάνομαι. Μόνο δώστε μου τώρα ψυχρό ὕδωρ, πού κυλάει ἀπό τήν λίμνη τῆς Μνημοσύνης).
Ὅσες ψυχές πράξουν τοιουτοτρόπως, θά διατηρήσουν τίς μνήμες τους καί θά ἔχουν πρόσβασιν στήν Ἀλήθεια. Ὅσες δέν ἐπιδείξουν σωφροσύνη καί βιαστοῦν νά κορέσουν τήν δίψα τους στήν πηγή τῆς Λήθης, ἡ ὁποῖα δέν φυλάσσεται καί ἔχει δίπλα της ἕνα λευκό κυπαρίσσι (ἡ ἀπώλεια τῶν χρωμάτων συμβολίζει τόν θάνατο τῆς μνήμης), θα χάσουν τίς μνήμες τους καί θά βρεθούν στήν κατάσταση τήν πιο ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν θέωσιν.
Παρατηροῦμε πως τό στοιχεῖο τοῦ ὕδατος εἶναι καί στόν «Πίνακα» ἀλλά καί στο ὀρφικό ἀπόσπασμα αὐτό τό ὁποῖο συνδέεται με τήν ἐξαπάτησιν ἤ ὄχι τῶν ψυχῶν. Οἱ ψυχές ὁφείλουν να δείχνουν ἐγκράτεια εἰσερχόμενες ἀλλά καί ἐξερχόμενες τοῦ Βίου, ὥστε να μήν ἐξαπατηθούν. Ὁφείλουν νά προσέξουν ἰδιαιτέρως καί νά ἐπιδείξουν σύνεσιν ὡς πρός τόν τρόπο που ἱκανοποιούν τήν δίψα τους, πρίν εἰσέλθουν στήν ζωή…
Μέσα στήν ἄλλη πύλη διακρίνεται ἕνα πλῆθος ἀπό γυναῖκες ἑταῖρες. Αὐτές εἶναι οἱ Δόξες, οἱ Ἐπιθυμίες καί οἱ Ἡδονές. Ἡ ἴδια ἡ ἐτυμολογία τῶν ὀνομάτων τους φανερώνει καί τήν οὐσία τους, ὅπως καί τό γεγονός ὅτι παρουσιάζονται ὡς ἑταῖρες καί ὄχι ὡς γυναῖκες σεμνές καί ἁπλές.
Ἡ λέξις «δόξα» πρόρχεται ἀπό το ρῆμα «δοκέω / δοκῶ» που σημαίνει «ἔρχομαι στο φῶς, ἐμφανίζομαι» ἥ «θεωρῶ, εἰκάζω». Ἡ δόξα, ἐπομένως, εἶναι ἡ ὑποκειμενική γνώμη – στο μέτρο που εἶναι εἰκασία – ἡ ὁποῖα ποσώς ἀπέχει ἀπό τήν μία καί ἀντικειμενική γνώσιν. Για τόν Πλάτωνα, ἡ δόξα διαχωρίζεται ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη ὁδηγεῖ στήν γνῶσιν τῆς ἀναλλοίωτης οὐσίας, ἐνώ ἡ δόξα ὁδηγεῖ στην γνῶσιν τῆς γενέσεως.
Ἡ λέξις «ἐπιθυμία» προέρχεται ἀπό τήν πρόθεσιν «ἐπί» καί τήν λέξιν «θυμός». Ὁ «θυμός» στήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα καί κοσμοθεωρία δέν εἶναι τό μένος, ἀλλά ἡ ψυχική διάθεσις ἐν γένει. Ἐπί τοῦ θυμοῦ, ἐπομένως, λαμβάνονται ἀποφάσεις που δεν διακρίνονται ἀπό νοητική διαύγεια, καθώς τα ψυχικά αἰσθήματα ἔχουν τήν τάση να ἄγουν καί να φέρουν τόν ἄνθρωπο καί να θολώνουν τήν κρίσιν του.
Καθώς ἀναφερόμεθα στήν ἐπιθυμία, στόν νοῦ μας ἔρχεται ὁ ἡνίοχος τοῦ Πλάτωνος, ὅπου ἡ λογική ὡς ἡνίοχος συγκρατεῖ με τά ἡνία τόν ἵππο τῶν ἄκρατων ἐπιθυμιῶν καί τόν ἵππο τῶν ἄκρατων αἰσθημάτων. Ὁ Πλάτων διεχώριζε τήν ψυχή σε τρία μέρη: τό λογιστικόν, τό θυμοειδές καί τό ἐπιθυμητικόν. Τό τρίτο μέρος τό θεωρούσε καί τό κατώτερο σε ποιότητα, καθώς εἶναι αὐτό που μας προκαλεῖ τίς ἐπιθυμίες ὅπως αυτές τῆς τροφῆς καί τῆς ἀναπαραγωγῆς.
Ἡ λέξις «ἡδονή» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ἥδομαι» πού σημαίνει «λαμβάνω εὐχαρίστησιν». Ἐάν ἡ ἡδονή ὑφίσταται μόνη της, χωρίς τήν ἰσορροπία που ἐπιφέρει ἡ συνύπαρξή της με τήν λογική, τότε ὁμοιάζει με τήν γλυκειά Σειρῆνα, ἡ ὁποῖα με τό ἡδύ, εὐχάριστο τραγούδι της ἑλκύει κοντά της την ψυχή καί μετά τήν ἀφανίζει… Ἡ ὀρθή πορεῖα τῆς ψυχῆς ἐπιβάλλει νά μήν εἶναι ἡ εὐχαρίστησις τό μόνο κριτήριο τῶν ἐπιλογῶν, χωρίς να συνεπικουρεῖ καί ἡ λογική.
Αύτές οἱ γυναῖκες πού ὀνομάζονται Δόξες, Ἑπιθυμίες και Ἡδονές, ἀγκαλιάζουν ὅσους εἰσέρχονται καί τούς ὑπόσχονται πως τούς ὁδηγοῦν σέ μία εὐτυχισμένη καί ὠφέλιμη ζωή («καί πᾶσαί γε, ἐπαγγέλονται ὡς ἐπί τά βέλτιστα ἄξουσι καί είς βίον εὐδαίμονα καί λυσιτελῆ»). Ὁ ὄχλος, ὅμως, ἔχει ποτιστεί μἐ τό ποτό τῆς πλάνης ἀπό τήν Ἀπάτη καί δέν εἷναι σέ θέσιν νά διακρίνει ποιά ὁδός εἶναι ἡ ἀληθινή («οὐχ εὑρίσκουσι ποία ἐστίν ἡ ἀληθινή ὁδός»). Χρειάζεται, λοιπόν, σε αὐτό τό σημεῖο μεγάλη προσοχή ἐκ μέρους της ψυχῆς, ὥστε να μην ἐξαπατηθεί ἀπό ὅσα φαίνονται ἀληθή και εὐχάριστα ἀλλά στήν ούσία εἶναι ἀπατηλά καί ἐπιβλαβή.
Ὑπέροχη καί ἄκρως συμβολική εἶναι ἡ ἀναπαράστασις τῆς Τύχης στόν πίνακα. Προσωποιεῖται ὡς μία γυναῖκα τυφλή, τρελή και κουφή, πού κάθεται σέ μία στρογγυλή πέτρα καί ἀπό ἄλλους ἀφαιρεῖ, σέ ἄλλους δίνει καί σέ αὐτούς πού δίνει τούς ἀφαιρεῖ ὅσα τούς ἔδωσε ξανά («…εἷναι δοκοῦσα καί ἑστηκυῖα ἐπί λίθου τινός στρογγύλου… ἔστι δε οὐ μόνον τυφλή καί μαινομένη, ἀλλά καί κωφή»).
Τά κριτήρια τῆς τύχης για να εὐνοήσει ἤ να ἀγνοήσει ἕναν ἄνθρωπο δέν διέπονται ἀπό λογική. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος που παρουσιάζεται τυφλή και τρελή. Κουφή εἶναι ἐπίσης καθώς δεν ἀκούει τίς παρακλήσεις τῶν ἀνθρώπων, παρά πράττει ὅπως ἡ ἴδια βούλεται. Ἡ πέτρα στήν ὁποῖα κάθεται δέν εἷναι τυχαία στρογγυλή… τό σχῆμα της μᾶς φανερώνει τήν ἀστάθεια καί τήν ἀβεβαιότητα πού τήν χαρακτηρίζουν. Στηριζόμενος, ἐπομένως, κάποιος καθαρά καί μόνον στήν εὔνοια τῆς τύχης, συναντάει «καταστροφές μεγάλες καί σκληρές», καθώς αὐτή εἶναι ἐπισφαλής («Οὐκ ἀσφαλής οὐδέ βεβαία ἐστίν ἡ παρ’ αὐτῆς δόσις. Ἐκπτώσεις γάρ μεγάλαι καί σκληραί γίνονται, ὅταν τίς αὐτῆ πιστεύσῃ.»)
Σημαντικό εἶναι νά παρατηρήσουμε πως στό κείμενο τονίζεται ἡ πλάνη στήν ὁποῖα ἔχουν ὑποπέσει οἱ ψυχές μέσω τῆς χρήσεως ἑνός συγκεκριμένου ῥήματος («Ταῦτα ἅ παρά τοῖς πολλοῖς ἀνθρώποις δοκεῖ εἷναι ἀγαθά»). Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν πως εἶναι ἀγαθά ὅσα τούς προσφέρει ἡ Τύχη, χωρίς ὅμως ὄντως να ἰσχύει αὐτή ἡ θέσις. Ὡς τέτοια ἀγαθά κατονομάζονται ὁ πλοῦτος, ἡ δὀξα, ἡ εὑγενής καταγωγή, τά τέκνα, οἱ τυραννίδες, οἱ βασιλεῖες καί ὅλα τά παραπλήσια με αὐτά («Πλοῦτος δηλονότι καί δόξα καί εὐγένεια καί τέκνα καί τυραννίδες καί βασιλεῖαι καί τἇλλα ὅσα τούτοις παραπλήσια»).
Ἐφόσον αὐτά τά ἀγαθά δέν εἶναι ὅντως ἀγαθά, ποιά εἷναι τότε τά ἀληθινά ἀγαθά και πώς δύναται κάποιος να τά διακρίνει;
Ἡ ἀπάντηση μας ἔρχεται στήν συνέχεια τοῦ ἔργου, ὅπου συναντάμε στον πίνακα ἔξω ἀπό τον περίβολο μία καθαρή καί περιποιημένη γυναῖκα, τήν Ψευδοπαιδεία («Οὐκούν ἔξω τοῦ περιβόλου παρά τήν εἴσοδον γυνή τις ἕστηκεν, ἥ δοκεῖ πάνυ καθάριος καί εὔτακτος εἷναι») . Οἱ ἐραστές τῆς Ψευδοπαιδείας, που ἔχουν πλανηθεῖ καί νομίζουν πως συναναστρέφονται με τήν ἀληθή Παιδεία ἀνήκουν στούς ποιητές, στούς ῥήτορες, στούς διαλεκτικούς, στούς μουσικούς, στούς μαθηματικούς, στούς γεωμέτρες, στούς ἀστρολόγους, στούς κριτικούς, στούς ἡδονικούς, στούς περιπατητικούς καί σε «ὅλους τούς παραπλήσιους».
Διαβάζοντας αὐτήν τήν θέσιν, προβληματιζόμεθα καθώς οἱ σύγχρονες ἀπόψεις μας συγκρούονται μαζί της. Θεωροῦμε στην σύγχρονη έποχή μας πως ἡ ποίησις, ἡ μουσική, τά μαθηματικά, ἡ γεωμετρία, πράγματι μας ὁδηγούν στήν Ἀλήθεια. Κι ὅμως, ὁ «Πίναξ» μᾶς ὑποδεικνύει σέ αὐτό τό σημεῖο πως ὅλα αὐτά δέν ὁδηγοῦν στήν ἀληθινή Παιδεία, γιατί δέν μποροῦν νά ἀπαλλάξουν ἀπό τά κακά. Κάποιος ὁ ὁποῖος ἀσχολείται μέ τά μαθηματικά καί τήν γεωμετρία ἤ μέ τήν μουσική καί τήν ῥητορική, δεν εἶναι ἀπολύτως βέβαιο πως διέπεται καί ἀπό τήν Ἀρετή. Ἡ Ἀρετή εἶναι ὁ μόνος καί ἀσφαλής δρόμος πρός τήν ἀληθή Παιδεία. Ἡ Ψευδοπαιδεία δέν εἶναι παρά ἡ παραπαιδεία καί ἡ φωτισμένη ψυχή ὁφείλει να εἶναι ἱκανή νά κάνει τήν σωστή διάκρισιν μεταξύ τους.
Ὁ δρόμος πρός τήν Παιδεία εἶναι ἔρημος, τραχύς, πετρώδης καί για τούς λίγους («ὥσπερ ἀνοδίας τινός καί τραχείας καί πετρώδους εἶναι δοκούσης»). Στόν δρόμο αὐτόν ὁ ὁδοιπόρος συναντάει τις προσωποποιημένες ἀρετές, τήν Ἐγκράτεια καί τήν Καρτερία, που τόν βοηθοῦν καί τόν γεμίζουν μέ δύναμιν, θάρρος καί κουράγιο νά συνεχίσει τήν ἡρωϊκή πορεία του.
Εἶναι τόσο σημαντικό καί ἐπωφελές τό νόημα τοῦ «Πίνακος»… Τό πολύτιμο ἀγαθό που προσφέρει ἡ ὀρθή Παιδεία στήν ψυχή εἶναι πως τήν ὀπλίζει μέ θάρρος καί ἀφοβία. Ὁ πραγματικά εὐδαίμων ἄνθρωπος δέν ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες του πλέον σέ ἄλλα πράγματα ἔξω ἀπό τον ἐαυτό του, ἀλλά μέσα του («Οὐκ ἔχει ἐν ἑτέροις τάς ἐλπίδας τῆς εὐδαιμονίας, ἀλλ’ ἐν αὑτῶ») καί ὅπου κι ἄν ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νά πάει, γιατί παντοῦ πλεόν εἶναι ἀσφαλής καθώς κατέχει τό κηρύκειον(«Πανταχοῦ γάρ ἔστιν αὑτῶ ἀσφάλεια ὥσπερ τό κηρύκειον ἔχοντι»).
Ὁ ἐξωτερικός κόσμος εἶναι μεταβλητός καί εἴθισται νά ἐπηρεάζει τήν ψυχή με τίς μεταβολές του. Ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή που δέν καθορίζεται ἀπό τούς ἐξωγενεῖς παράγοντες , τήν ψυχή πού αὐτο-καθορίζεται πλέον. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀποκλειστικό προνόμιο ὅσων ἔχουν πρόσβασιν στήν ἀληθή Παιδεία. Ἐφόσον λοιπόν ἡ ψυχή ἔχει καταστεῖ πλέον θαραλλέα καί ἄφοβη, εἶναι ἀσφαλής παντοῦ. Μόνο ἡ ἴδια ἐπηρεάζει τόν ἐαυτό της – οἱ ἐπιρροές ἔξω ἀπό αὐτήν δέν ἀσκοῦν πλέον καμμία ἀπολύτως δύναμιν πάνω της. Κρατώντας τό κηρύκειο στά χέρια της , τό ὁποῖο συμβολίζει τήν μεσότητα, τό μέτρον, τήν χρυσή ἀτραπό πού ὁδηγεῖ στήν σοφία, ἀνυψώνεται καί πλησιάζει στήν θέωσιν…
Τίτλος: Ο “Πίναξ” του Κέβητος, το μυητικό ταξίδι της ψυχής.
Το έργο “Πίναξ” διδάσκεται από το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο από την Ελένη
– Ωρείθυια Κουλιζάκη κάθε Τετάρτη 19:00 – 21:00 – Πολιτιστικός Χώρος
“Lodestone Fellows Ltd”, Ιάκχου 26, Γκάζι.
ΑΡΘΡΟ: ΕΛΕΝΗ ΩΡΕΙΘΥΙΑ ΚΟΥΛΙΖΑΚΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ & ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΔΡΙΑΝΟΣ ΜΠΕΖΟΥΓΛΩΦ