Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Χατζηγιαννάκης. Μηχανολόγος και Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Διδάκτωρ Μηχανικός του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με τεχνικές μεταφράσεις και τεχνική ορολογία στις γλώσσες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την συγκριτική μελέτη των γλωσσών και με θέματα καταγωγής πολιτισμών από γλωσσολογική άποψη με επικέντρωση στην ελληνική ετυμολογική προέλευσή τους.
Στίς ἀρχαιότατες παραδόσεις τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας γιά τήν ἑλληνική μεγαλόνησο, δημιουργό του Μινωικοῦ Πολιτισμοῦ καί τῆς Μινωικῆς θαλασσοκρατορίας στόν ἀρχαῖο κόσμο, ὁμιλοῦν γιά Δία Κρηταγενή καί Δία βασιλέα τῆς Κρήτης, ἀδελφό του Παντοκράτορος Οὐρανοῦ, προγενέστερό του Ὀλυμπίου, σύζυγο τῆς Ἰδαίας Νύμφης καί πατέρα τῶν δέκα Κουρήτων, οἱ ὁποῖοι παραβάλλονται καί μέ τούς Ἰδαίους Δάκτυλους, ἐπώνυμους πρώτους Ἐτεόκρητες, γηγενεῖς κατοίκους τῆς Κρήτης καί μέ τούς Κορύβαντες.
Ἡ Ἴδη ἐπώνυμός του ὅρους τῆς Κρήτης ἀλλά καί τῆς Τρωάδος, ἀναφέρεται καί ὦς τροφός τοῦ Διός, εἶναι θυγατέρα τοῦ ἀρχαιότατου βασιλέως τῆς Κρήτης Μελισσέως καί ὦς ἀδελφή της Ἀδράστειας, τροφό καί αὐτή τοῦ Διός, τόν ὁποῖο τούς παρέδωσε ἡ Ρέα, ὑπό τήν προστασία καί τῶν Κουρήτων. Ἡ Ἀμάλθεια θυγατέρα τοῦ Ἥλιου μεγάλωσε τόν Δία μέ τό γάλα της καί ἀπέκτησε ἀπό τόν Ἄμμωνα, βασιλιά τῆς Κρήτης καί τῆς Λιβύης τόν θεό Διόνυσο (ἀρχαιότερο ἀπό ἐκεῖνο τῆς Σεμέλης). Τόν πρῶτο Διόνυσο κατά τόν Διόδωρο τόν Σικελιώτη, ὁ ὁποῖος ἐξεστράτευσε στήν Ἰνδική, γιά νά τιμωρήσει τόν Δηριάδη. Οἱ παραδόσεις μιλοῦν καί γιά Κρῆτες Τεύκρους, ἀποίκους στήν Τρωάδα καί γιά τόν ἐπώνυμό τους γενάρχη Τεῦκρο, πατέρα τοῦ Σκαμάνδρου, βασιλιά τῆς Τρωάδας, πατέρα τῆς Βάτειας ἡ ὁποία παντρεύτηκε τόν Δάρδανο, ἀπόγονό του βασιλέως τῆς Ἀρκαδίας Ἄτλαντος, ἐπώνυμό της Δαρδανίας καί γενάρχη τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῆς Τρωάδος.Ἔξ’ ἄλλου, ὦς πρό τοῦ Μίνωος, βασιλεύς τῆς Κρήτης ἀναφέρεται καί ὁ Ἀστέριος, υἱός τοῦ Τευτάμου (υἱοῦ τοῦ γενάρχου τῶν Δωριέων Δώρου) ὁ ὁποῖος μέ Πελασγούς καί Αἰολεῖς πέρασε στήν Κρήτη καί βασίλεψε στήν μεγαλόνησο,
νυμφεύτηκε τήν Εὐρώπη, ἀπόγονό της Πελασγίδος καί Ἀργείας Ἰούς καί εἶναι ὁ πρόγονος τοῦ πρώτου Μίνωος καί τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ραδαμάνθυος καί Σαρπηδόνος.
Ἤδη συνδέονται οἱ Γενεαλογίες τῶν Κρητῶν μέ τίς πελασγικές του Δευκαλίωνος, τοῦ Ἕλληνος, τοῦ Δώρου καί μέ τούς γηγενεῖς Ἐτεόκρητες στήν Κρήτη. Ὁ Ἀστέριος ἀναφέρεται καί ὦς πατέρας τῆς Κρήτης, ἐπωνύμου της νήσου, ἀπό τήν Εὐρώπη, βασιλίδα τῆς ἑλληνικῆς Φοινίκης, ἀρχειακοῦ καί πελασγικοῦ βασιλείου τῆς Ἀργείας Ἰούς, συγγενοῦς του Φορωνέως καί τοῦ Πελασγοῦ, ἀπό τήν γενεά τοῦ Ἰνάχου στό Ἄργος καί στήν Ἀρκαδία.
Τό ὄνομα Μίνως ἀποτελοῦσε τίτλο βασιλικό στήν Κρήτη, τόν ὁποῖο ἔφεραν ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς Κρήτης ἐπί αἰῶνες καί βεβαίως μέχρι τοῦ Μίνωος Ἰδομενέως, ὁ ὁποῖος συμμετέσχε στήν ἐκστρατεία κατά τῆς Τροίας μέ ὅλα τά ἑλληνικά φύλα τῆς Ἐπικράτειάς του πού τά ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος: Πελασγούς, Δωριεῖς, Κύδωνες, Ἀχαιούς, Ἐτεόκρητες, οἱ ὁποῖοι κατά τίς παραδόσεις ὑπῆρχαν στήν Κρήτη ἀπό τόν πρῶτο Μίνωα, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ὁποίου ἑδραιώθηκε ἡ θαλασσοκρατορία τῶν Μινωιτῶν.Ὁ Σαρπηδῶν, ἀδελφός του πρώτου Μίνωος, πολέμησε στήν Κιλικία, ὦς σύμμαχος τοῦ Κίλικος, συγγενοῦς της Εὐρώπης, ἐναντίον τῶν Λυκίων καί ὦς νικητής, ἐβασίλευσε στήν Λυκία, πού πρίν ὠνομάζετο Μιλυᾶς καί στούς Λυκίους, τούς πρώην ὀνομαζόμενους Τερμίλες. Ὁ Μίλατος, ἑταῖρος τοῦ Σαρπηδόνος, βασίλεψε στήν Καρία, ἀφοῦ νυμφεύτηκε τήν Εἰδοθέα, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Καρίας, χτίζοντας τήν ἐπώνυμό του πόλη Μίλητο, ὦς κρητική – δωρική ἀποικία, ἡ ὁποία ἵδρυσε στόν Πόντο σειρά ἀποικιῶν, μέ τήν διάλεκτο τῶν Ποντίων καί μέχρι σήμερα νά διατηρεῖ τά δωρικά – κρητικά χαρακτηριστικά της καί τήν λύρα νά χαρακτηρίζει καί τήν μουσική τῆς Κρήτης καί τή μουσική του ἑλληνικοῦ Πόντου. Συγχρόνως ὁ Ραδάμανθυς ἐπεξέτεινε τήν μινωική ἐπικράτεια τόσο στά νησιά τοῦ Αἰγαίου ὅσο καί στήν Μικρά Ἀσία, ἐγκαθιστώντας στίς κτήσεις αὐτές Κρῆτες ἡγεμόνες, ὦς τόν Οἰνοπίωνα στήν Χίο ἤ τόν υἱό τοῦ Ἔρυθρο στίς Ἐρυθρές της Ἐλάσσονος Ἀσίας. Μαρτυρεῖται ἐπίσης κατάληψη τῆς Ἀττικῆς ἀπό τούς Κρῆτες καί ἄρση τῆς ὑποτέλειας τῶν Ἀθηναίων καί τῆς καταβολῆς τοῦ φόρου τῶν Ἀθηναίων νέων καί νεανίδων ἀπό τόν Θησέα καί γάμοι τοῦ Θησέως μέ τήν Φαίδρα τοῦ Μίνωος.
Ἤδη καί μέ τίς διασταυρώσεις τῶν βασιλικῶν οἴκων ἐπιβεβαιώνεται ἡ διαχρονική ἑλληνικότητα τῶν Μινωιτῶν Κρητῶν, αὐτοχθόνων καί ἐκ καταγωγῆς Ἑλλήνων καί βεβαίως καί τῆς γλώσσας τους, ὦς διαλέκτου τῆς ἀρχαιοτάτης ἑλληνοπελασγικῆς. Ἐπίσης ἀναδεικνύεται ἡ διαδοχή τοῦ μινωϊκοῦ πολιτισμοῦ στόν προϋπάρχοντα κυκλαδικό, ἀλλά καί ἡ ἐπέκταση τῶν Κρητῶν στήν περιμεσογειακή καί περιαιγαιακή Ἐλάσσονα ἤ Μικρά καί Πρόσω Ἀσία καί Βόρειο Ἀφρική, ἤδη λογικῶς ἀναμενόμενη καί ἱστορικῶς κατανοητή, λόγω καί τῆς καταγωγῆς τοῦ πρώτου Μίνωος καί τῶν ἀδελφῶν του καί ἀπό τήν Εὐρώπη, ἀπόγονο καί κληρονόμο τῶν Ἐπικρατειῶν τῆς Ἀργείας Ἰούς στήν Λιβύη, τήν Αἴγυπτο, τήν Ἀραβία, τήν ἑλληνική Φοινίκη, τήν Κιλικία. Ἤδη ξεδιπλώνεται, ἀπό τίς ἀναφορές αὐτές ἡ δημιουργία τῆς πρωτοιστορικῆς ἑλληνικῆς θαλασσοκρατορίας τῶν Μινωιτῶν Κρητῶν, ἀπό τίς Κυκλάδες καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, τήν Μικρά Ἀσία, τήν Πρόσω Ἀσία, μέσω καί τῶν μινωικῶν λιμένων, τῶν Μινώων ὦς ναυτικῶν σταθμῶν, στήν Δῆλο, στήν Ἀμοργό, στή Σίφνο, στά Μέγαρα, στή Συρία, στήν Ἀραβία, στόν Σελινούντα.Ἡ ἀρχαία ἑλληνική Γραμματεία ἀναφέρει μινωικές κτήσεις στήν Λιβύη, τήν Κυρηναϊκή, τήν Αἴγυπτο, τήν Φοινίκη, τήν Παλαιστίνη, τήν βόρειο Μικρά Ἀσία καί τήν νῆσο Παγχαία, ὅπου ἐλάτρευαν τόν Δία καί τόν πατέρα τοῦ Οὐρανό καί εἶχαν καταγράψει καί τά κατορθώματά τους σέ ἐπιγραφή σέ ἀρχαιότατη κρητική – μινωική Γραφή, ἡ ὁποία μας παραδίδεται ὦς ἑλληνική ἐπινόηση (ἱερογλυφικά – Γραμμική Ἀ’ – ἀρχαιότατη κρητική ἀλφαβητική), ἀνατρέχουσα μέχρι καί τήν ἐποχή τοῦ Διός καί τοῦ Οὐρανοῦ, ὦς Παντοκράτορος. Ἡ ἀναφορά στήν Παγχαία, τόν Δία καί τούς Κρῆτες ὑπηκόους καί πιστούς τους καί ὑμνητές τους καί μέ Ἐπιγραφή τῶν κατορθωμάτων τους, σέ συνδυασμό καί μέ τήν σχέση τῶν Μινωιτῶν Κρητῶν μέ τή συγγενική τους βασιλεία τῆς Ἀργείας Ἰούς καί στήν ἑλληνική Φοινίκη, καταδεικνύει τίς μινωικές Γραφές καί τήν Γραφή τῶν Ἑλληνοφοινίκων, ὦς ἀμιγῶς ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀπό τήν κρητική ἱερογλυφική, τίς αἰγαιακές ἑλληνογενεῖς Γραμμικές Γραφές, μέ πρόγονο τήν Γραμμική Ἀ’ ἔως καί τό ἀρχαιότατο τῶν ἑλληνικῶν ἀλφαβήτων, τό κρητικό, ὦς δημιούργημα καί ἐφεύρημα τῶν Ἑλλήνων, ὦς καί ἡ ἀναφορά στά πελασγικά γράμματα καί τήν δωρική διάλεκτο καί τό ἀλφάβητό της στόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Ὀρφεύς (κατά τόν Ἰάμβλιχο) καί τό ὁποῖο ἑλληνικό ἀλφάβητο ἐπανέφερε ὁ Κάδμος ἀπό τήν Ἑλληνική Φοινίκη, βασίλειο τῆς Ἀργείας Ἰούς, συγγενοῦς του Φορώνεως καί τοῦ Πελασγοῦ.
Τό ἑλληνογενές ἱστορικό καί γλωσσικό ὑπόστρωμα τῆς Φοινίκης ἀντικατοπτρίζεται στίς παραδοχές ὅτι ἡ Βύβλος ἦταν κτίσμα τοῦ Κρόνου, στό ὅτι στόν Ὅμηρο, ἀναφέρεται ὦς βασιλεύς τῆς Σιδῶνος ὁ Φαίδιμος, ὦς ὁ ὑποδεχθεῖς τόν Μενέλαο μετά τά Τρωικά καί στό ὅτι ἡ θεογονία τῶν Σημιτο-Φοινίκων εἶναι πιστό ἀντίγραφο τῆς θεογονίας τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἑλληνικῆς Φοινίκης τήν ὁποία κατέκτησαν μετά ἀπό αἰῶνες ἑλληνικῆς κυριαρχίας, Πολιτισμοῦ καί Ἑλληνικῆς Γλώσσας καί Γραφῆς, τά ὁποία καί οἰκειοποιήθηκαν, ὦς δείχνει καί τό παράγωγο τῶν ἑλληνικῶν, φοινικικό ἀλφάβητο καί ἡ ὅλη τέχνη τῶν Φοινίκων, ἀμιγῶς ἑλληνογενῆς καί ἑλληνότροπη. Τό ἑλληνικό ὑπόστρωμα τῆς Μικρᾶς καί Πρόσου Ἀσίας ἐνισχύει καί ἡ παραβολή τοῦ ὀνόματος τῆς Παλαιστίνης πρός τόν Παλαιστίνο, υἱό τοῦ Ποσειδῶνος καί βεβαίως ἡ ρητή ἀναφορά στήν Γραφή σέ Κρῆτες Φιλισταίους. Ἡ ἀναφορά αὐτή ἐπιβεβαιώνει τήν μετάδοση τοῦ ἀλφαβήτου ἀπό τούς Κρῆτες στούς Φιλισταίους καί τούς Φοίνικες. Ἤδη προκύπτει, μέ γραπτές ἱστορικές ἀναφορές, ἡ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς στήν Ἀσία καί ἡ διαπίστωση τῆς καταγωγῆς πχ τῶν ἀραβικῶν καί ἑβραϊκῶν ἀλφαβήτων ἀπό τά ἑλληνικά ὦς ἀποτέλεσμα τῆς προϊστορικῆς καί ἱστορικῆς ἑλληνικῆς διασπορᾶς, ἐξαπλώσεως καί ἀποικίσεως. Τό ἑλληνικό ὑπόστρωμα στήν Μικρά καί Πρόσω καί ἐνδότερη Ἀσία παρήγαγε καί τήν χετταϊκή, σουμεριακή καί περσική σφηνοειδῆ γραφή ὦς παράγωγο τῶν ἑλληνικῶν γραμμικῶν γραφῶν, δεδομένης τῆς σύνδεσης καί τῶν Χετταίων μέ τούς Χίδες Κρῆτες τούς Ἠσυχίου καί μέ τούς Κητείους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἤ τούς Kissuwatna τῆς Χετταϊκῆς Ἐπικράτειας μέ τούς Κισσοετίους ἤ Κνωσίους Κρῆτες τοῦ Ἠσυχίου. Χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ εἶναι καί ἡ καταγωγή τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῶν Ἀχαιμενιδῶν Περσῶν ἀπό τόν ἐγγονό τοῦ Περσέως, αὐτοκράτορος τῶν Μυκηνῶν, συζύγου τῆς Ἀνδρομέδας, κληρονόμου τῶν βασιλείων τῆς Ἀργείας Ἰούς, καί στήν Ἀσία καί στήν Βόρειο Ἀφρική. Ἐξαιρετικά σημαντικές εἶναι καί οἱ ἀποκαλύψεις περί ἐξορύξεως καί μεταφορᾶς βορειοαμερικανικοῦ (καναδικοῦ) χαλκοῦ ἀπό Μινωίτες Κρῆτες γιά κατασκευές μινωικῶν κοσμημάτων καί διακοσμητικῶν στοιχείων στήν Κρήτη.